Στον Β΄ τόμο της Συνοπτικής Ιστορίας του Χριστιανισμού παρατίθενται τα γεγονότα και οι διαδικασίες που
σημάδεψαν την εξέλιξη του Χριστιανισμού από το Μέγα Σχίσμα του 1054 έως τον 20ό
αιώνα. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις εξελίξεις στον δυτικό κόσμο με το σκεπτικό ότι η γνώση της Ιστορίας της Ορθόδοξης Ανατολής καλύπτεται τουλάχιστον από γεγονοτολογική πλευρά, από πλήθος βιβλίων και μαθημάτων. Καταβάλλεται προσπάθεια για μια μη πολεμική πραγμάτευση που δεν απεμπολεί όμως τα κριτήρια ερμηνείας που διέπουν και τον Α΄ τόμο. Η εξιστόρηση σταματά στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αυτού περί τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο με το σκεπτικό ότι μια βασική περίοδος της χριστιανικής ιστορίας μαζί με
τις νεώτερες κοινωνικοπολιτικές και πνευματικές διεργασίες ολοκληρώνονται την
εποχή αυτή, ενώ τα γεγονότα μετά απ' αυτά απαιτούν μια ειδική πραγμάτευση. Όπως και στον Α΄ τόμο κάθε κεφάλαιο κλείνει με μια μικρή
παραπεμπτική βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη. Η διαφορά όμως με τον Α΄ τόμο
είναι ότι, στην έκδοση τουλάχιστον αυτή, λείπουν πρωτότυπα κείμενα επειδή
λείπουν βασικές μεταφράσεις σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ και η ύλη του βιβλίου
θα επιβαρυνόταν πολύ. Δεν λείπουν, πάντως, χάρτες, ευρετήριο και (σ' αυτή την έκδοση) και χρονολογικοί πίνακες, ώστε το βιβλίο
να αποτελεί ένα χρηστικό βοήθημα για φοιτητές, αλλά και κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη.
Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Συνοπτική Ιστορία του Χριστιανισμού εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2014- Τόμος Α΄ Η πρώτη Χιλιετία
Η
Συνοπτική Ιστορία του Χριστιανισμού έχει κυρίως διδακτικό σκοπό. Στην
αρχή του Α΄ τόμου προτάσσεται μια μεθοδολογική εισαγωγή στην εκκλησιαστική
ιστορία, που δίνει έμφαση στην κριτική και όχι την απολογητική ή θριαμβολογική
λειτουργία, την συμπερίληψη της κοινωνίας (ως μέρους της ύλης της ιστορίας της
εκκλησίας) και τη συμπερίληψη του μη ελληνορωμαϊκού κόσμου σε μια προσπάθεια να
έχουμε μια πληρέστερη τοποθέτηση της ιστορίας της Εκκλησίας στο τοπίο του
παγκόσμιου πολιτισμού. Ακολούθως, παρουσιάζονται τα γεγονότα της εκκλησιαστικής
ιστορίας, οι δομές της Εκκλησίας και η επίδρασή τους στην κοινωνία μέχρι το
Μέγα Σχίσμα του 1054 κατά το δυνατόν συγχρονικά σε Ανατολή και Δύση, και
χωρισμένα σε εποχές. Όπως φαίνεται εύκολα από
τον πίνακα περιεχομένων η ύλη δεν περιορίζεται στην γεγονοτολογική ιστορία του προσκηνίου (εκκλησιαστικοί ηγέτες, σύνοδοι, δογματικές συγκρούσεις, πολιτική) αλλά
και της αργής εξέλιξης (καθημερινή θρησκευτική ζωή, επίδραση του Χριστιανισμού στην κοινωνία κλπ.) πού συντελείται στο ιστορικό παρασκήνιο. Επίσης, γεωγραφικά αποσκοπεί να αγκαλιάσει το σύνολο του ενιαίου χριστιανικού κόσμου κι όχι μόνο
την ελληνόφωνη Ανατολή.
Ετικέτες
βιβλία
Eschatologie im ägyptischen Mönchtum
Η εργασία αυτή υποβλήθηκε ως διατριβή
επί υφηγεσία στο Παν/μιο Rostock
(με
ελαφρά διαφορετικό τίτλο), αποτελεί καρπό πολυετούς έρευνας στη Γερμανία κυρίως
και εκδίδεται από τον ειδικό εκδοτικό οίκο Mohr-Siebeck. Βασικό ζητούμενο ήταν
να φανεί η εξέλιξη του μοναχισμού στην Αίγυπτο κατά τα πρώτα βήματά του τον 4ο
και τις αρχές του 5ου αι. ως αλληλεπίδραση ανάμεσα σε κεντρικά εσωτερικά
στοιχεία της χριστιανικής σκέψης, δηλαδή την αναμονή και τη βίωση της Βασιλείας
του Θεού στον υπάρχοντα ιστορικό χρόνο (Εσχατολογία) στις διάφορες παραλλαγές
της αφ’ ενός και στις συγκεκριμένες ιστορικές και ειδικά κοινωνικές προκλήσεις
στην Αίγυπτο αφ’ ετέρου. Αυτή η προσέγγιση διαφέρει τόσο από την κλασική
κοινωνικοανθρωπολογική των ημερών μας (μοναχισμός και άσκηση ως προϊόν και
αίτημα κοινωνικών λειτουργιών, αναγκών και αντιλήψεων) όσο και από την
α-ιστορικά θεολογική που βλέπει το μοναχισμό ως θεολογικά μοτίβα που
ανιχνεύονται μόνο σε κείμενα και στα οποία αναζητάται κυρίως η ενότητα και
συνέχεια σε βάρος της ποικιλίας και της ιστορικής σύνθεσης.
Αφού ξεκαθαρισθεί αναλυτικά το σύνολο
γραπτών και άγραφων πηγών γίνεται μια αποτύπωση των ομάδων και των προσώπων
περί το έτος 400 (α΄ μέρος). Στο β΄ μέρος γίνεται εμβάθυνση στις έννοιες περί
εσχάτων όχι μέσα από αμιγώς θεολογικά έργα αλλά από μοτίβα που υποκρύπτουν ένα
κώδικα ιδεών με τον τρόπο με τον οποίο κανείς αφηγείται μοναστικές ιστορίες. Με
την έννοια Έσχατα δεν νοείται μόνον ο λόγος περί του τέλους, αλλά η κεντρική
διήκουσα έννοια που χαρακτηρίζει την αρχέγονη Εκκλησία γενικά και τον
χριστιανικό βίο από τη στιγμή του βαπτίσματος ενός εκάστου. Έτσι, μοτίβα που
μέσα στις μοναστικές αφηγήσεις συνδέουν τη μοναστική ζωή με πρότυπα βιβλικών
μορφών, μαρτύρων κλπ. ή ερμηνεύουν τους χώρους άσκησης (έρημος, όρος κλπ.)
εξηγούνται ως συνδέσεις με εκδοχές περί των Εσχάτων πού άλλοτε είναι πιο
ρεαλιστικές (άμεση μεταμόρφωση του κόσμου, θαύματα) και άλλοτε πιο εκπνευματωμένες
(βίωση των εσχάτων ως καθαρμός του νοός, προσευχή κλπ.). Κατόπιν αναζητούνται
τα ιδιαίτερα οργανωτικά και τα πίσω απ’ αυτά υποκρυπτόμενα θεολογικά
χαρακτηριστικά των ομάδων που κατηγοριοποιούνται σε τέσσερεις: περιοχή της
Σκήτεως και Κάτω Αιγύπτου, ομάδες της Κεντρικής Αιγύπτου, κοινόβια Παχωμίου και
Σενούτε Ατριπέως και τέλος το δίκτυο των συνδεόμενων προσώπων και ομάδων με τον
Ευάγριο τον Ποντικό. Ενώ στην περιοχή της Σκήτεως και στον κύκλο που προκύπτει
από τον Μέγα Αντώνιο, συνδέεται με τον Μακάριο τον Αιγύπτιο κλπ. το
εσχατολογικό νεύρο βρίσκεται στην ελευθερία του Πνεύματος και στα προφητικά
στοιχεία (λόγια, θαύματα κλπ.), στην Κεντρική Αίγυπτο το εσχατολογικό βίωμα
έχει ενθουσιαστικά χαρακτηριστικά με πρακτικές θεοσημειών, μεσιτευτικό και εξορκιστικό
ρόλο των ασκητών κλπ. Εκεί ανήκουν η ομάδα του Απολλώ στο Μπαουίτ, του Μπανέ
(σημ. Μονή Abu
Fana),
η περιοχή της Οξυρρύγχου, και άλλες σχετικά άγνωστες ομάδες, που
ανασυγκροτούνται με προσεκτικά συνδεόμενες αρχαιολογικές πηγές και τμήματα
γραπτών πηγών που είναι εξοικειωμένες με την περιοχή (κοπτικός Βίος του Φιφ,
τμήματα από την Ιστορία των Κατ’ Αίγυπτον μοναχών κλπ.). Στην περιοχή των
παχωμιακών κοινοβίων το εσχατολογικό βίωμα εντοπίζεται στην εύρυθμη λειτουργία
του αγροτικού κοινοβίου των ασκητών, που στην εποχή του Παχωμίου εμπνέεται από
την αμοιβαία προσφορά αγάπης ως μίμηση της σταυρικής θυσίας και ως ταυτότητα
του Νέου Ισραήλ, όπως φαίνεται κυρίως στις επιστολές του ίδιου του Παχωμίου.
Κατά την περίοδο των διαδόχων του καθώς και του Σενούτε του Ατριπέως λίγο
βορειότερα η έμφαση δίνεται στην πειθαρχία και την οργανωμένη κοινωνική ζωή,
που παίρνει τη μορφή κανόνων και αυστηρών πειθαρχικών μέτρων, αλλά και
οργανωμένης και αποτελεσματικής φιλανθρωπίας και διακονίας. Τέλος, στην
ευαγριανή πνευματικότητα, που είναι περισσότερο ευδιάκριτη ως ιδιαίτερη
περίπτωση, όλ’ αυτά τα στοιχεία υφίστανται μια εσωτερίκευση, όπου η
αυτοπαρατήρηση, ο «έσω άνθρωπος», η καταπολέμηση των κακών λογισμών, γίνεται το
πεδίο όπου ο άνθρωπος ζει τη Βασιλεία του Θεού εσωτερικά. Πολλές πρακτικές των
άλλων ομάδων αποκτούν «εσωτερική διάσταση» (π.χ. εργασία ή διακονία ασθενών όχι
τόσο για προσφορά, όσο για καταπολέμηση της ακηδίας κλπ)
Όπως φαίνεται στο τέταρτο μέρος, είναι
αξιοπαρατήρητο, ότι οι διαφορετικές αυτές εκδοχές συγκίνησαν και κινητοποίησαν
διαφορετικά τμήματα και διαφορετικές ανάγκες της κοινωνίας, ώστε να
δημιουργηθεί ένα αλληλοτροφοδοτούμενο φαινόμενο που επέτρεψε στον μοναχισμό να
παίξει ένα τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύστερου αρχαίου κόσμου (που
τεκμηριώνεται κυρίως στο α΄ κεφάλαιο αυτού του μέρους, όπου δίνεται η κοινωνική
στρωματογράφηση του αιγυπτιακού μοναχισμού). Πράγματι, αναζητούνται πέντε
παραδειγματικά πεδία τα οποία έχουν τη δική τους σημασία για την αρχαία
κοινωνία γενικώτερα αλλά και ειδικά για την αιγυπτιακή κοινωνία (σχέσεις μεταξύ
ανθρώπων, η σχέση με το σώμα και την ύλη, η προσέγγιση της ιεραρχικής Εκκλησίας
στο ζήτημα της Θείας Ευχαριστίας, η λειτουργία της μεσιτείας και η προφητική
λειτουργία) και αναζητείται η επίδραση των εσχατολογικών αντιλήψεων σ’ αυτά.
Εκεί βλέπουμε ότι συγκεκριμένες λειτουργίες εμποτίζονται από διαφορετικές
εκδοχές περί των Εσχάτων. Παρατηρείται π.χ. εξίσωση μεταξύ ανδρών και γυναικών
(κατά το εσχατολογικά κατανοούμενο Γαλ. 3, 29) η οποία είναι
εξωτερική-οργανωτική στην περίπτωση των κοινοβίων και εσωτερική στην περίπτωση
της ευαγριανής πνευματικότητας. Ομοίως, η έννοια της μεσιτείας προς το Θεό που
είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε πολλά στρώματα της κοινωνίας της Ύστερης
Αρχαιότητας και ειδικά στην Αίγυπτο, λειτουργεί ως εσχατολογική υπόμνηση
βιβλικών προτύπων (Αβραάμ, Μωυσής, απόστολοι) στην Κεντρική Αίγυπτο, λιγώτερο
στον παχωμιακό μοναχισμό (κυρίως στους μαθητές του Παχωμίου) επειδή δίνεται
έμφαση στο στοιχείο της ατομικά διδόμενης προσφοράς και ακόμη λιγώτερο στον ευαγριανό
μοναχισμό, όπου δεν χωρεί καμία μεσολάβηση, διότι η βίωση της Βασιλείας είναι
ένα γεγονός εσωτερικό. Είναι ενδιαφέρον, ότι παρά την εμμονή των περισσότερων
ερευνητών στην άποψη ότι το ευαγριανικό δίκτυο καταδιώχθηκε από το
«εκκλησιαστικό κατεστημένο» λόγω του ωριγενισμού του, στην πραγματικότητα
φαίνεται ότι ο τρόπος και οι αντιλήψεις της ευαγριανής πνευματικότητας για τη
σχέση του ανθρώπου με το Θεό μέσα από τη βίωση των εσχάτων, είχε πελώρια
επίδραση στη συνέχεια του χριστιανικού μοναχισμού.
Η εργασία συνοδεύεται από χάρτες και
σχετικά ευρετήρια για περισσότερη χρηστικότητα.
Ἀπό τόν Ὄσιρι στόν Υἱό Δαβίδ
Ἀπό τόν Ὄσιρι στόν Υἱό Δαβίδ. Ἡ γένεση καί τό ἀρχέγονο πολίτευμα τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Αἴγυπτο, Ἀθήνα 2002, ἐκδ. Παρουσία.
Ἡ ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ, ὅπως δηλώνεται καί στόν πρόλογο, ἕνα ὑποπροϊόν τοῦ μεγαλύτερου ἐρευνητικοῦ μου προγράμματος γιά τή διερεύνηση "ἐσχατολογικῶν μοτίβων" στήν ἱστορία καί τήν ἐξέλιξη τοῦ αἰγυπτιακοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 4ο καί 5ο αἰώνα (βλ. σχετικά ἐδῶ). Ἡ διερεύνηση τῶν ἀπαρχῶν τοῦ αἰγυπτιακοῦ Χριστιανισμοῦ ἀφορᾶ ἀφ’ ἑνός ζητήματα σύγχρονης μελέτης τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας (ὅπως π.χ. ὁ ρόλος τοῦ Γνωστικισμοῦ) καί ἀφ’ ἑτέρου ζητήματα τῆς καθ' ἡμᾶς κλασικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριογραφίας, ὅπως οἱ σχέσεις ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρων, ὁ ποιμαντικός καί λειτουργικός ρόλος τῶν τελευταίων στήν αἰγυπτιακή πραγματικότητα κλπ.
Κατά ταῦτα, τό βιβλίο ὀργανώνεται σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο (κεφάλαιο Α) ἀξιοποιεῖ κυρίως τό Μαρτύριον Μάρκου ὄχι τόσο μέ τόν κλασικό σκοπό νά ἱστοριογραφήσει τά τοῦ ἀποστόλου Μάρκου, ὅσο γιά νά παρακολουθήσουμε τόν κώδικα τῶν θεολογικῶν τόπων πού περιέχει μιά βασική θεολογική γλώσσα κοινή στά μαρτύρια πού συνδέονται μέ παραδόσεις ἐξ Ἰουδαίων χριστιανικῶν κοινοτήτων τῆς Μ. Ἀσίας (Πολυκάρπου) καί τῆς Παλαιστίνης (Ἰακώβου). Ἡ κοινή μέ αὐτά γλώσσα δείχνει ὅτι ὑπάρχουν στοιχεῖα μιᾶς ἰουδαιοχριστιανικῆς θεολογίας ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰ. ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά προῆλθε ἀπό τίς συγκρητιστικές γνωστικές "σχολές" ἀλλά ἀπό μιά συγκροτημένη κοινότητα Χριστιανῶν ἐξ Ἰουδαίων, ὁσοδήποτε μικρή κι ἄν ἦταν αὐτή. Στό Μαρτύριο ἀποδίδεται μεγάλη σημασία στή θυσία τοῦ ἐπισκόπου-μάρτυρος καί τόν εὐχαριστιακό-ἱλαστήριο χαρακτήρα της, γεγονός πού τό συνδέει μέ μιά ἀρχέγονη θεολογία περί τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ Μεσσιανικοῦ ρόλου τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ σωτηρίου χαρακτήρα τοῦ ὀνοματός Του πού ἔχει γενικά ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα. Αὐτά συνδέονται μέ τά πορίσματα τῆς παπυρολογίας γιά ἔμφαση σέ ἕνα κοινό τρόπο σύντμησης ἱερῶν ὀνομάτων σέ πρώιμα κείμενα τοῦ 2ου αἰ. πού ἀπεικονίζουν ἀκριβῶς αὐτά τά στοιχεῖα (ὀνόματα ὅπως Ἰησοῦς, Δαβίδ, ἄνθρωπος κλπ.) καί πού προέρχεται πιθανόν ἀπό τήν Παλαιστίνη. Ἡ τιμή τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ προβληματισμός γιά τήν πρέπουσα στάση ἀπέναντι στό Νόμο (στοιχεῖα πού ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τήν Ἐπιστολή Βαρνάβα) καί ἡ ὕπαρξη ἑνός πρεσβυτερίου (τοπικοῦ ἱερατείου) πού εἶναι τυπικό γιά ὅλες σχεδόν τίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες (καί τίς παύλειες) εἶναι τά βασικά χαρακτηριστικά. Ὅσον ἀφορᾶ τό πρεσβυτέριο, , δέν νοεῖται ὕπαρξη καί λειτουργία του χωρίς τήν ἔννοια τοῦ χαρίσματος. Ἕνα τέτοιο πρεσβυτέριο μέ
χαρισματικές λειτουργίες εἶχε κατασταθεῖ, προφανῶς, καί στήν Ἀλεξάνδρεια.
Τά παραπάνω χρησιμεύουν ὡς
πλαίσιο γιά τήν κατανόηση τῆς ἐξέλιξης τοῦ αἰγυπτιακοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τή
στιγμή πού εἰσέρχεται καθαρά στό ἱστορικό προσκήνιο μετά τό 180 στό δεύτερο μέρος
τῆς ἐργασίας (κεφάλαια Β καί Γ). Ἡ σχέση τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας μέ τούς
πρεσβυτέρους δέν εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια μέ τῆς ὑπόλοιπης Ἐκκλησίας τοῦ 2ου αἰ.
Φαίνεται σχέση μεγαλύτερης συλλογικότητας μέ τό πρεσβυτέριο σέ σημεῖο πού νά
δημιουργοῦνται δυσερμήνευτες μεταγενέστερες ἀναφορές (τόν 5ο, 7ο καί 10ο αἰ.)
γιά χειροτονία του ἀπό τούς πρεσβυτέρους. Οἱ μαρτυρίες αὐτές κφράζουν τό αὐξημένο
θεσμικό κῦρος τῶν πρεσβυτέρων, πού προέρχεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀπό τίς τάξεις
τους ἐπιλεγόταν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά καί τόν ἰδιαίτερο ρόλο τῶν πρεσβυτέρων γύρω
του τόσο κατά τή χειροτονία ὅσο καί κατά τή συνεργασία καί τίς ἁρμοδιότητές
τους, στοιχεῖα πού φαίνονται εὔκολα ἄν συγκρίνει κανείς τήν Ἀποστολική Παράδοση
τοῦ Ἱππολύτου πού εἶναι ἕνα γενικά ἀποδεκτό κανονικό κείμενο τῶν μέσων τοῦ 3ου
αἰ. μέ τούς Κανόνες τοῦ Ἱππολύτου, μιά διασκευή κατά γενική ὁμολογία ἀλεξανδρινῆς
προελεύσεως συντεταγμένη τό διάστημα 340 μέ 362. Ὁ ἐνεργότερος ρόλος τοῦ
πρεσβυτερίου στήν Ἀλεξάνδρεια δέν εἶναι προϊόν παρακμῆς τοῦ ἐπισκοπικοῦ
λειτουργήματος καί ἀντικατάσταση του κατά τήν Εὐχαριστία ἀλλά, ἀντιθέτως, ἀνάμνηση
τῆς προέλευσης καί τῶν δύο θεσμῶν ἀπό ἕνα περιβάλλον, πού κατανοοῦσε καί τόν
περιοδεύοντα προφήτη-ἀπόστολο καί τό πρεσβυτέριο ὡς μέτοχο χαρίσματος. Ἡ
συλλογική συνέχεια τοῦ πλήθους τῶν χαρισμάτων βεβαιώνεται στή χειροτονία
νέου ἐπισκόπου καί εἰκονίζεται μέ τήν συντεταγμένη παρουσία τόσο στή χειροτονία,
ὅσο καί σέ κάθε τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας τοῦ ἐπισκόπου (εἰς τύπον Χριστοῦ)
καί γύρω του τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ὑπολοίπων διακόνων καί τοῦ λαοῦ. Εἰκόνα
ζωντανή σέ κείμενα (σχολιασμός τῶν εἰκοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων τῆς Ἀποκαλύψεως
ἀπό τόν Κλήμεντα) ἀλλά καί σέ δείγματα ἐκκλησιαστικῆς τέχνης (ἀλεξανδρινῶν
κατακομβῶν τοῦ 3ου αἰ., εἰκονογραφιῶν στή μονή Ἀπολλῶ στό Bawit τόν 5ο αἰ).
Τό
232 ὁ ἐπίσκοπος Δημήτριος μέ ἀφορμή τήν περίπτωση τοῦ Ὠριγένους δίνει τό παράδειγμα
τῆς τοποθέτησης τῶν πρεσβυτέρων σέ ἕνα δίκαιο κρίσεως πού ἔχει βάση τό ἐπισκοπικό
συνοδικό σύστημα. Ἀκόμα, σέ συζητήσεις πού ἔγιναν
στήν Ἀρσινόη περί τό 250 οἱ πρεσβύτεροι εἶναι μέτοχοι καί θεσμικοί συνομιλητές
τοῦ ἐπισκόπου Διονυσίου γιά τό ζήτημα τῆς φύσεως τῶν ἐσχάτων. Ὁ ρόλος τῶν
πρεσβυτέρων βεβαιώνεται κι ἀπό τίς μετέπειτα ἐξελίξεις. Βλέπουμε ὅτι ἀπό τόν 3ο
μέχρι τόν 4ο αἰ. ἡ "ἀντικατάσταση" τοῦ ἐπισκόπου στήν κεφαλή τῆς εὐχαριστιακῆς
τράπεζας, παρά τά ὅσα γράφουν οἱ συγγραφεῖς τοῦ 5ου αἰ., εἶναι μόνον συγκυριακή,
ἐνῶ ἀντίθετα θάλλουν τά διάφορα διακονήματα τοῦ πρεσβυτέρου, μέ κυριώτερο τή
διδασκαλία (πού ἔχει καί τήν ἀρνητική πλευρά της ὅπως τήν περίπτωση τοῦ Ἀρείου)
καί τήν περίθαλψη πτωχῶν καί ἀρρώστων. Τά στοιχεῖα αὐτά δέν ἔμειναν χωρίς ἐπίπτωση
στή συνέχεια τοῦ αἰγυπτιακοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρῶτον, ὅπως προείπαμε, ἡ ἐξέλιξη
τῆς θεολογικῆς παραγωγῆς στήν Αἴγυπτο τόν 4ο αἰ. συνδέεται ἄμεσα μέ τούς
πρεσβυτέρους (Ἄρειο κλπ.). Δεύτερον, οἱ ἐλεγκτικές ἁρμοδιότητες τῶν πρεσβυτέρων
πρός τούς ἐπισκόπους καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς αἰγυπτιακῆς ἐκκλησίας
πιστοποιεῖται ὄχι μόνο ἀπό τούς (ψευδο-)ἀθανασιανούς κανόνες ἀλλά καί ἀπό
ἰδιωτικά ἔγγραφα. Ἐκεῖ φαίνεται ὅτι οἱ πρεσβύτεροι λειτουργοῦν ὡς ἀνεξάρτητοι
ἐλεγκτές τῶν συναλλακτικῶν κινήσεων τοῦ ταμείου τῆς ἐπισκοπῆς. Τέλος,
σημαντικός εἶναι καί ὁ ρόλος τοῦ πρεσβυτέρου στό μοναχισμό. Στήν μοναστική
κοινότητα οἱ μοναχοί-πρεσβύτεροι προΐστανται τῆς ἀγάπης, κηρύττουν καί
δικάζουν σ' αὐτήν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Δημήτριος Ν. Μόσχος, Αναπληρωτής καθηγητής, ΕΚΠΑ