Ἀπό τόν Ὄσιρι στόν Υἱό Δαβίδ. Ἡ γένεση καί τό ἀρχέγονο πολίτευμα τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Αἴγυπτο, Ἀθήνα 2002, ἐκδ. Παρουσία.
Ἡ ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ, ὅπως δηλώνεται καί στόν πρόλογο, ἕνα ὑποπροϊόν τοῦ μεγαλύτερου ἐρευνητικοῦ μου προγράμματος γιά τή διερεύνηση "ἐσχατολογικῶν μοτίβων" στήν ἱστορία καί τήν ἐξέλιξη τοῦ αἰγυπτιακοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 4ο καί 5ο αἰώνα (βλ. σχετικά ἐδῶ). Ἡ διερεύνηση τῶν ἀπαρχῶν τοῦ αἰγυπτιακοῦ Χριστιανισμοῦ ἀφορᾶ ἀφ’ ἑνός ζητήματα σύγχρονης μελέτης τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας (ὅπως π.χ. ὁ ρόλος τοῦ Γνωστικισμοῦ) καί ἀφ’ ἑτέρου ζητήματα τῆς καθ' ἡμᾶς κλασικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριογραφίας, ὅπως οἱ σχέσεις ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρων, ὁ ποιμαντικός καί λειτουργικός ρόλος τῶν τελευταίων στήν αἰγυπτιακή πραγματικότητα κλπ.
Κατά ταῦτα, τό βιβλίο ὀργανώνεται σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο (κεφάλαιο Α) ἀξιοποιεῖ κυρίως τό Μαρτύριον Μάρκου ὄχι τόσο μέ τόν κλασικό σκοπό νά ἱστοριογραφήσει τά τοῦ ἀποστόλου Μάρκου, ὅσο γιά νά παρακολουθήσουμε τόν κώδικα τῶν θεολογικῶν τόπων πού περιέχει μιά βασική θεολογική γλώσσα κοινή στά μαρτύρια πού συνδέονται μέ παραδόσεις ἐξ Ἰουδαίων χριστιανικῶν κοινοτήτων τῆς Μ. Ἀσίας (Πολυκάρπου) καί τῆς Παλαιστίνης (Ἰακώβου). Ἡ κοινή μέ αὐτά γλώσσα δείχνει ὅτι ὑπάρχουν στοιχεῖα μιᾶς ἰουδαιοχριστιανικῆς θεολογίας ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰ. ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά προῆλθε ἀπό τίς συγκρητιστικές γνωστικές "σχολές" ἀλλά ἀπό μιά συγκροτημένη κοινότητα Χριστιανῶν ἐξ Ἰουδαίων, ὁσοδήποτε μικρή κι ἄν ἦταν αὐτή. Στό Μαρτύριο ἀποδίδεται μεγάλη σημασία στή θυσία τοῦ ἐπισκόπου-μάρτυρος καί τόν εὐχαριστιακό-ἱλαστήριο χαρακτήρα της, γεγονός πού τό συνδέει μέ μιά ἀρχέγονη θεολογία περί τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ Μεσσιανικοῦ ρόλου τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ σωτηρίου χαρακτήρα τοῦ ὀνοματός Του πού ἔχει γενικά ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα. Αὐτά συνδέονται μέ τά πορίσματα τῆς παπυρολογίας γιά ἔμφαση σέ ἕνα κοινό τρόπο σύντμησης ἱερῶν ὀνομάτων σέ πρώιμα κείμενα τοῦ 2ου αἰ. πού ἀπεικονίζουν ἀκριβῶς αὐτά τά στοιχεῖα (ὀνόματα ὅπως Ἰησοῦς, Δαβίδ, ἄνθρωπος κλπ.) καί πού προέρχεται πιθανόν ἀπό τήν Παλαιστίνη. Ἡ τιμή τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ προβληματισμός γιά τήν πρέπουσα στάση ἀπέναντι στό Νόμο (στοιχεῖα πού ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τήν Ἐπιστολή Βαρνάβα) καί ἡ ὕπαρξη ἑνός πρεσβυτερίου (τοπικοῦ ἱερατείου) πού εἶναι τυπικό γιά ὅλες σχεδόν τίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες (καί τίς παύλειες) εἶναι τά βασικά χαρακτηριστικά. Ὅσον ἀφορᾶ τό πρεσβυτέριο, , δέν νοεῖται ὕπαρξη καί λειτουργία του χωρίς τήν ἔννοια τοῦ χαρίσματος. Ἕνα τέτοιο πρεσβυτέριο μέ
χαρισματικές λειτουργίες εἶχε κατασταθεῖ, προφανῶς, καί στήν Ἀλεξάνδρεια.
Τά παραπάνω χρησιμεύουν ὡς
πλαίσιο γιά τήν κατανόηση τῆς ἐξέλιξης τοῦ αἰγυπτιακοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τή
στιγμή πού εἰσέρχεται καθαρά στό ἱστορικό προσκήνιο μετά τό 180 στό δεύτερο μέρος
τῆς ἐργασίας (κεφάλαια Β καί Γ). Ἡ σχέση τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας μέ τούς
πρεσβυτέρους δέν εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια μέ τῆς ὑπόλοιπης Ἐκκλησίας τοῦ 2ου αἰ.
Φαίνεται σχέση μεγαλύτερης συλλογικότητας μέ τό πρεσβυτέριο σέ σημεῖο πού νά
δημιουργοῦνται δυσερμήνευτες μεταγενέστερες ἀναφορές (τόν 5ο, 7ο καί 10ο αἰ.)
γιά χειροτονία του ἀπό τούς πρεσβυτέρους. Οἱ μαρτυρίες αὐτές κφράζουν τό αὐξημένο
θεσμικό κῦρος τῶν πρεσβυτέρων, πού προέρχεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀπό τίς τάξεις
τους ἐπιλεγόταν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά καί τόν ἰδιαίτερο ρόλο τῶν πρεσβυτέρων γύρω
του τόσο κατά τή χειροτονία ὅσο καί κατά τή συνεργασία καί τίς ἁρμοδιότητές
τους, στοιχεῖα πού φαίνονται εὔκολα ἄν συγκρίνει κανείς τήν Ἀποστολική Παράδοση
τοῦ Ἱππολύτου πού εἶναι ἕνα γενικά ἀποδεκτό κανονικό κείμενο τῶν μέσων τοῦ 3ου
αἰ. μέ τούς Κανόνες τοῦ Ἱππολύτου, μιά διασκευή κατά γενική ὁμολογία ἀλεξανδρινῆς
προελεύσεως συντεταγμένη τό διάστημα 340 μέ 362. Ὁ ἐνεργότερος ρόλος τοῦ
πρεσβυτερίου στήν Ἀλεξάνδρεια δέν εἶναι προϊόν παρακμῆς τοῦ ἐπισκοπικοῦ
λειτουργήματος καί ἀντικατάσταση του κατά τήν Εὐχαριστία ἀλλά, ἀντιθέτως, ἀνάμνηση
τῆς προέλευσης καί τῶν δύο θεσμῶν ἀπό ἕνα περιβάλλον, πού κατανοοῦσε καί τόν
περιοδεύοντα προφήτη-ἀπόστολο καί τό πρεσβυτέριο ὡς μέτοχο χαρίσματος. Ἡ
συλλογική συνέχεια τοῦ πλήθους τῶν χαρισμάτων βεβαιώνεται στή χειροτονία
νέου ἐπισκόπου καί εἰκονίζεται μέ τήν συντεταγμένη παρουσία τόσο στή χειροτονία,
ὅσο καί σέ κάθε τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας τοῦ ἐπισκόπου (εἰς τύπον Χριστοῦ)
καί γύρω του τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ὑπολοίπων διακόνων καί τοῦ λαοῦ. Εἰκόνα
ζωντανή σέ κείμενα (σχολιασμός τῶν εἰκοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων τῆς Ἀποκαλύψεως
ἀπό τόν Κλήμεντα) ἀλλά καί σέ δείγματα ἐκκλησιαστικῆς τέχνης (ἀλεξανδρινῶν
κατακομβῶν τοῦ 3ου αἰ., εἰκονογραφιῶν στή μονή Ἀπολλῶ στό Bawit τόν 5ο αἰ).
Τό
232 ὁ ἐπίσκοπος Δημήτριος μέ ἀφορμή τήν περίπτωση τοῦ Ὠριγένους δίνει τό παράδειγμα
τῆς τοποθέτησης τῶν πρεσβυτέρων σέ ἕνα δίκαιο κρίσεως πού ἔχει βάση τό ἐπισκοπικό
συνοδικό σύστημα. Ἀκόμα, σέ συζητήσεις πού ἔγιναν
στήν Ἀρσινόη περί τό 250 οἱ πρεσβύτεροι εἶναι μέτοχοι καί θεσμικοί συνομιλητές
τοῦ ἐπισκόπου Διονυσίου γιά τό ζήτημα τῆς φύσεως τῶν ἐσχάτων. Ὁ ρόλος τῶν
πρεσβυτέρων βεβαιώνεται κι ἀπό τίς μετέπειτα ἐξελίξεις. Βλέπουμε ὅτι ἀπό τόν 3ο
μέχρι τόν 4ο αἰ. ἡ "ἀντικατάσταση" τοῦ ἐπισκόπου στήν κεφαλή τῆς εὐχαριστιακῆς
τράπεζας, παρά τά ὅσα γράφουν οἱ συγγραφεῖς τοῦ 5ου αἰ., εἶναι μόνον συγκυριακή,
ἐνῶ ἀντίθετα θάλλουν τά διάφορα διακονήματα τοῦ πρεσβυτέρου, μέ κυριώτερο τή
διδασκαλία (πού ἔχει καί τήν ἀρνητική πλευρά της ὅπως τήν περίπτωση τοῦ Ἀρείου)
καί τήν περίθαλψη πτωχῶν καί ἀρρώστων. Τά στοιχεῖα αὐτά δέν ἔμειναν χωρίς ἐπίπτωση
στή συνέχεια τοῦ αἰγυπτιακοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρῶτον, ὅπως προείπαμε, ἡ ἐξέλιξη
τῆς θεολογικῆς παραγωγῆς στήν Αἴγυπτο τόν 4ο αἰ. συνδέεται ἄμεσα μέ τούς
πρεσβυτέρους (Ἄρειο κλπ.). Δεύτερον, οἱ ἐλεγκτικές ἁρμοδιότητες τῶν πρεσβυτέρων
πρός τούς ἐπισκόπους καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς αἰγυπτιακῆς ἐκκλησίας
πιστοποιεῖται ὄχι μόνο ἀπό τούς (ψευδο-)ἀθανασιανούς κανόνες ἀλλά καί ἀπό
ἰδιωτικά ἔγγραφα. Ἐκεῖ φαίνεται ὅτι οἱ πρεσβύτεροι λειτουργοῦν ὡς ἀνεξάρτητοι
ἐλεγκτές τῶν συναλλακτικῶν κινήσεων τοῦ ταμείου τῆς ἐπισκοπῆς. Τέλος,
σημαντικός εἶναι καί ὁ ρόλος τοῦ πρεσβυτέρου στό μοναχισμό. Στήν μοναστική
κοινότητα οἱ μοναχοί-πρεσβύτεροι προΐστανται τῆς ἀγάπης, κηρύττουν καί
δικάζουν σ' αὐτήν.