Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2010. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2010. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Με τον Αρχιεπίσκοπο Βαρσοβίας κ. Ιερεμία τον Σεπτέμβριο 2010


Με τον Αρχιεπίσκοπο Βαρσοβίας κ. Ιερεμία τον Σεπτέμβριο 2010.

Eschatologie im ägyptischen Mönchtum




Η εργασία αυτή υποβλήθηκε ως διατριβή επί υφηγεσία στο Παν/μιο Rostock (με ελαφρά διαφορετικό τίτλο), αποτελεί καρπό πολυετούς έρευνας στη Γερμανία κυρίως και εκδίδεται από τον ειδικό εκδοτικό οίκο Mohr-Siebeck. Βασικό ζητούμενο ήταν να φανεί η εξέλιξη του μοναχισμού στην Αίγυπτο κατά τα πρώτα βήματά του τον 4ο και τις αρχές του 5ου αι. ως αλληλεπίδραση ανάμεσα σε κεντρικά εσωτερικά στοιχεία της χριστιανικής σκέψης, δηλαδή την αναμονή και τη βίωση της Βασιλείας του Θεού στον υπάρχοντα ιστορικό χρόνο (Εσχατολογία) στις διάφορες παραλλαγές της αφ’ ενός και στις συγκεκριμένες ιστορικές και ειδικά κοινωνικές προκλήσεις στην Αίγυπτο αφ’ ετέρου. Αυτή η προσέγγιση διαφέρει τόσο από την κλασική κοινωνικοανθρωπολογική των ημερών μας (μοναχισμός και άσκηση ως προϊόν και αίτημα κοινωνικών λειτουργιών, αναγκών και αντιλήψεων) όσο και από την α-ιστορικά θεολογική που βλέπει το μοναχισμό ως θεολογικά μοτίβα που ανιχνεύονται μόνο σε κείμενα και στα οποία αναζητάται κυρίως η ενότητα και συνέχεια σε βάρος της ποικιλίας και της ιστορικής σύνθεσης.
Αφού ξεκαθαρισθεί αναλυτικά το σύνολο γραπτών και άγραφων πηγών γίνεται μια αποτύπωση των ομάδων και των προσώπων περί το έτος 400 (α΄ μέρος). Στο β΄ μέρος γίνεται εμβάθυνση στις έννοιες περί εσχάτων όχι μέσα από αμιγώς θεολογικά έργα αλλά από μοτίβα που υποκρύπτουν ένα κώδικα ιδεών με τον τρόπο με τον οποίο κανείς αφηγείται μοναστικές ιστορίες. Με την έννοια Έσχατα δεν νοείται μόνον ο λόγος περί του τέλους, αλλά η κεντρική διήκουσα έννοια που χαρακτηρίζει την αρχέγονη Εκκλησία γενικά και τον χριστιανικό βίο από τη στιγμή του βαπτίσματος ενός εκάστου. Έτσι, μοτίβα που μέσα στις μοναστικές αφηγήσεις συνδέουν τη μοναστική ζωή με πρότυπα βιβλικών μορφών, μαρτύρων κλπ. ή ερμηνεύουν τους χώρους άσκησης (έρημος, όρος κλπ.) εξηγούνται ως συνδέσεις με εκδοχές περί των Εσχάτων πού άλλοτε είναι πιο ρεαλιστικές (άμεση μεταμόρφωση του κόσμου, θαύματα) και άλλοτε πιο εκπνευματωμένες (βίωση των εσχάτων ως καθαρμός του νοός, προσευχή κλπ.). Κατόπιν αναζητούνται τα ιδιαίτερα οργανωτικά και τα πίσω απ’ αυτά υποκρυπτόμενα θεολογικά χαρακτηριστικά των ομάδων που κατηγοριοποιούνται σε τέσσερεις: περιοχή της Σκήτεως και Κάτω Αιγύπτου, ομάδες της Κεντρικής Αιγύπτου, κοινόβια Παχωμίου και Σενούτε Ατριπέως και τέλος το δίκτυο των συνδεόμενων προσώπων και ομάδων με τον Ευάγριο τον Ποντικό. Ενώ στην περιοχή της Σκήτεως και στον κύκλο που προκύπτει από τον Μέγα Αντώνιο, συνδέεται με τον Μακάριο τον Αιγύπτιο κλπ. το εσχατολογικό νεύρο βρίσκεται στην ελευθερία του Πνεύματος και στα προφητικά στοιχεία (λόγια, θαύματα κλπ.), στην Κεντρική Αίγυπτο το εσχατολογικό βίωμα έχει ενθουσιαστικά χαρακτηριστικά με πρακτικές θεοσημειών, μεσιτευτικό και εξορκιστικό ρόλο των ασκητών κλπ. Εκεί ανήκουν η ομάδα του Απολλώ στο Μπαουίτ, του Μπανέ (σημ. Μονή Abu Fana), η περιοχή της Οξυρρύγχου, και άλλες σχετικά άγνωστες ομάδες, που ανασυγκροτούνται με προσεκτικά συνδεόμενες αρχαιολογικές πηγές και τμήματα γραπτών πηγών που είναι εξοικειωμένες με την περιοχή (κοπτικός Βίος του Φιφ, τμήματα από την Ιστορία των Κατ’ Αίγυπτον μοναχών κλπ.). Στην περιοχή των παχωμιακών κοινοβίων το εσχατολογικό βίωμα εντοπίζεται στην εύρυθμη λειτουργία του αγροτικού κοινοβίου των ασκητών, που στην εποχή του Παχωμίου εμπνέεται από την αμοιβαία προσφορά αγάπης ως μίμηση της σταυρικής θυσίας και ως ταυτότητα του Νέου Ισραήλ, όπως φαίνεται κυρίως στις επιστολές του ίδιου του Παχωμίου. Κατά την περίοδο των διαδόχων του καθώς και του Σενούτε του Ατριπέως λίγο βορειότερα η έμφαση δίνεται στην πειθαρχία και την οργανωμένη κοινωνική ζωή, που παίρνει τη μορφή κανόνων και αυστηρών πειθαρχικών μέτρων, αλλά και οργανωμένης και αποτελεσματικής φιλανθρωπίας και διακονίας. Τέλος, στην ευαγριανή πνευματικότητα, που είναι περισσότερο ευδιάκριτη ως ιδιαίτερη περίπτωση, όλ’ αυτά τα στοιχεία υφίστανται μια εσωτερίκευση, όπου η αυτοπαρατήρηση, ο «έσω άνθρωπος», η καταπολέμηση των κακών λογισμών, γίνεται το πεδίο όπου ο άνθρωπος ζει τη Βασιλεία του Θεού εσωτερικά. Πολλές πρακτικές των άλλων ομάδων αποκτούν «εσωτερική διάσταση» (π.χ. εργασία ή διακονία ασθενών όχι τόσο για προσφορά, όσο για καταπολέμηση της ακηδίας κλπ)
Όπως φαίνεται στο τέταρτο μέρος, είναι αξιοπαρατήρητο, ότι οι διαφορετικές αυτές εκδοχές συγκίνησαν και κινητοποίησαν διαφορετικά τμήματα και διαφορετικές ανάγκες της κοινωνίας, ώστε να δημιουργηθεί ένα αλληλοτροφοδοτούμενο φαινόμενο που επέτρεψε στον μοναχισμό να παίξει ένα τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύστερου αρχαίου κόσμου (που τεκμηριώνεται κυρίως στο α΄ κεφάλαιο αυτού του μέρους, όπου δίνεται η κοινωνική στρωματογράφηση του αιγυπτιακού μοναχισμού). Πράγματι, αναζητούνται πέντε παραδειγματικά πεδία τα οποία έχουν τη δική τους σημασία για την αρχαία κοινωνία γενικώτερα αλλά και ειδικά για την αιγυπτιακή κοινωνία (σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, η σχέση με το σώμα και την ύλη, η προσέγγιση της ιεραρχικής Εκκλησίας στο ζήτημα της Θείας Ευχαριστίας, η λειτουργία της μεσιτείας και η προφητική λειτουργία) και αναζητείται η επίδραση των εσχατολογικών αντιλήψεων σ’ αυτά. Εκεί βλέπουμε ότι συγκεκριμένες λειτουργίες εμποτίζονται από διαφορετικές εκδοχές περί των Εσχάτων. Παρατηρείται π.χ. εξίσωση μεταξύ ανδρών και γυναικών (κατά το εσχατολογικά κατανοούμενο Γαλ. 3, 29) η οποία είναι εξωτερική-οργανωτική στην περίπτωση των κοινοβίων και εσωτερική στην περίπτωση της ευαγριανής πνευματικότητας. Ομοίως, η έννοια της μεσιτείας προς το Θεό που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε πολλά στρώματα της κοινωνίας της Ύστερης Αρχαιότητας και ειδικά στην Αίγυπτο, λειτουργεί ως εσχατολογική υπόμνηση βιβλικών προτύπων (Αβραάμ, Μωυσής, απόστολοι) στην Κεντρική Αίγυπτο, λιγώτερο στον παχωμιακό μοναχισμό (κυρίως στους μαθητές του Παχωμίου) επειδή δίνεται έμφαση στο στοιχείο της ατομικά διδόμενης προσφοράς και ακόμη λιγώτερο στον ευαγριανό μοναχισμό, όπου δεν χωρεί καμία μεσολάβηση, διότι η βίωση της Βασιλείας είναι ένα γεγονός εσωτερικό. Είναι ενδιαφέρον, ότι παρά την εμμονή των περισσότερων ερευνητών στην άποψη ότι το ευαγριανικό δίκτυο καταδιώχθηκε από το «εκκλησιαστικό κατεστημένο» λόγω του ωριγενισμού του, στην πραγματικότητα φαίνεται ότι ο τρόπος και οι αντιλήψεις της ευαγριανής πνευματικότητας για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό μέσα από τη βίωση των εσχάτων, είχε πελώρια επίδραση στη συνέχεια του χριστιανικού μοναχισμού.

Η εργασία συνοδεύεται από χάρτες και σχετικά ευρετήρια για περισσότερη χρηστικότητα.
Δημήτριος Ν. Μόσχος, Αναπληρωτής καθηγητής, ΕΚΠΑ