Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens

Κείμενα

Κείμενα

Επίσκοπος: από τη δεσποτεία στη διακονία της Εκκλησίας (Σύναξη 91, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005)

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΠΟΤΕΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Σύναξη 91 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005) σ. 58-72, απ’ όπου μπορεί και να παραπεμφθεί στην τυπωμένη μορφή του. Εδώ δημοσιεύεται χωρίς σελιδοποίηση

"μηδέ ἐπίσκοπος ἐπαιρέσθω κατά τῶν διακόνων ἤ τῶν πρεσβυτέρων, μήτε μήν οἱ πρεσβύτεροι κατά τοῦ λαοῦ· ἐξ ἀλλήλων γάρ ἔστιν ἡ σύστασις τοῦ συναθροίσματος" (Ἐπιτομή Βιβλίου Η' Διαταγῶν τῶν Ἀποστόλων)

  1. Τό πρόβλημα: ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἑνότητος ἐκτός ἀπό τήν ὑποταγή στή μοναρχία;

            Ἡ διερεύνηση τοῦ λειτουργήματος τοῦ ἐπισκόπου ἔχει ἀπασχολήσει ἔντονα τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἔρευνα. "Τεχνοκράτες" συνοδικῶν ἐπιτροπῶν καί διαχριστιανικῶν διαλόγων, ἐρευνητές καί ἀκαδημαϊκοί δάσκαλοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τῆς ἱστορίας δογμάτων ἤ τοῦ κανονικοῦ δικαίου ἀφιέρωσαν τό σημαντικότερο ἔργο τους, μέ τό ὁποῖο ἔγιναν γνωστοί, στό θεσμό αὐτό καί στίς ποικίλες ἐκφράσεις καί διαπλοκές του. Βεβαίως, ἡ ὀπτική γωνία ἐποίκιλλε καί ποικίλλει ἀνάλογα μέ τά ἐρευνητικά ἐρωτήματα τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας διακατεχόταν ἀπό τόν 16ο αἰ. ἀπό τήν ἀγωνία νά τεκμηριώσει τήν ἱστορική συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό γεωγραφικό της χῶρο, μέσα στόν ὁποῖο ἀπειλοῦνταν. Ἔτσι πρωτίστως στράφηκε στή θεμελίωση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τήν πλήρωση κενῶν τοπικῶν ἐπισκοπικῶν καταλόγων καί ἀντίκρουση ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν αἰτιάσεων τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν εὐαγγελικῶν (Πρωτεῖο τοῦ Πάπα καί κριτική στόν ἐπισκοπικό θεσμό ἀντίστοιχα). Ἡ ἀνάδειξη ἐθνικῶν κρατῶν καί συνακόλουθα νέων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, τό πρόβλημα τῆς λεγομένης Διασπορᾶς κλπ. τόν 20ο αἰ. τροφοδότησαν κυρίως τήν ἱστορικοκανονική διερεύνηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν (ἀπαρχές θεσμοῦ τοῦ ἐπισκόπου, σύνοδος, μητροπολιτικό σύστημα κλπ.). Τέλος, ἡ λεγόμενη "εὐχαριστιακή θεολογία" πού προῆλθε ἀπό τίς κοσμογονικές ἀναταράξεις τῆς ρωσικῆς θρησκευτικῆς, φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς σκέψης τοῦ 19ου αἰ. καί τῆς διαλεκτικῆς τοποθέτησής της πρός τή δυτική θεολογία τοῦ 20ου αἰ. (μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τή theologie nouvelle) ἔδωσε ἔμφαση στόν εὐχαριστιακό ρόλο τοῦ ἐπισκοπικοῦ διακονήματος καί κατ' ἐπέκτασιν στόν κεντρικά ἐκκλησιολογικό του χαρακτήρα (βλ. ἄλλα ἄρθρα στό ἴδιο τεῦχος).
            Ἀναλογιζόμενοι ὅλον αὐτόν τόν ὄγκο ἐργασίας στρέφουμε τό βλέμμα μας στήν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῶν θεσμίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας παγκοσμίως ἀλλά καί εἰδικά στήν Ἑλλάδα. Τό θέαμα πού ἀντικρύζουμε εἶναι μιά διαρκής ἀντίφαση. Μιά ἀπαιτητική στή θεωρία ἐκκλησιολογία συντρίβεται πρακτικά μπροστά στή γραφειοκρατία, τόν ἐθνικισμό καί τή φιλαρχία τοπικῶν παραγόντων καθιστώντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἕνα μέγεθος σχεδόν θεωρητικό. Τά πρόσφατα γεγονότα ἀπείλησαν νά διαρρήξουν καί τόν τελευταῖο καί στοιχειωδέστερο ὅρο ἑνότητας, τή μνημόνευση στά Δίπτυχα ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν πού συνδέονται μέ εὐχαριστιακή ἑνότητα καί ἑνότητα πίστεως. Φαινομενικά ἀναπόφευκτα ἄλλος δρόμος πρός τήν ἑνότητα δέν ὑπάρχει, εἰ μή ὁ δρόμος τῆς ἀπόλυτης ὑποταγῆς στήν ἐπισκοπική αὐθεντία εἴτε τοπικά εἴτε σέ ἕνα παγκόσμιο σύστημα καθέτων σχέσεων. Τήν ὑποταγή αὐτή (καί ὄχι τήν ἀγάπη) ἄν, πλέον, ὁ κάθε ἐκκλησιαστικός ἄνθρωπος δέν διαθέτει, γέγονεν "χαλκός ἡχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον"! Ἔτσι, ὅμως, ἡ λαμπρή ἐκκλησιολογική θεμελίωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θεσμοῦ ἐκφυλίζεται μέσα ἀπό τήν ἐκλαΐκευση καί ἁπλούστευσή του σέ ρητορική ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ ἐπισκόπῳ καταλήγει νά εἶναι ἡ "ἑνότητα" τῆς ὑποταγῆς κατώτερου πρός ἀνώτερο. Τό πῶς αὐτή ἡ νοοτροπία μεταφράζεται πρακτικά (σχέσεις μεταξύ "ὑποκειμένων" καί "ὑπερκειμένων" ἐπισκόπων, ἐπισκόπων πρός πρεσβυτέρους, κληρικῶν πρός λαϊκούς κ.ο.κ.) εἶναι προφανές ἀπό τή σύγχρονη πραγματικότητα.
            Τό πῶς αὐτή τεκμηριώνεται μέ σπαράγματα "θεολογίας" περί ἐπισκοπάτου μπορεῖ νά φανεῖ σέ καθημερινά ἐκκλησιαστικά κείμενα. Σέ σχετική ἐγκύκλιο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν πρός τούς ἐπιτρόπους τῶν Ναῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς (α' μέρος) διαβάζουμε:"Ἡ Ἱ. Ἀρχιεπισκοπή εἶναι ἡ προϊσταμένη Ἀρχή τῶν Ἱ. Ναῶν καί τῶν ἀνθρώπων πού διακονοῦν σ' αὐτούς. Αὐτό ἀπορρέει ἀπό τό κανονικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἐπισκοποκεντρικό, καί θεμελιώνεται ἐπάνω στήν πνευματική σχέση καί ἐξάρτηση κλήρου καί λαοῦ ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Γι'αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά κατανοήσετε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπός σας δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ διοικητικός σας Προϊστάμενος, ἀλλά ἕνας στοργικός Πνευματικός Πατέρας, πού εὑρίσκεται "εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ"[1]..."Ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλ. Συμβουλίου ὁρίζεται, ὅπως ἄλλωστε καί σεῖς [σ.σ. οἱ ἐπίτροποι], ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο (Μητροπολιτικό Συμβούλιο). Κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία μας ὁ ἱερεύς εἶναι ἐκπρόσωπος τοῦ Ἐπισκόπου του στήν ἐνορία του. Ὡς Πρόεδρος δέ τοῦ Ἐκκλ. Συμβουλίου διοικεῖ τήν ἐνορία μαζί σας, ἐν ὀνόματι πάντοτε τοῦ Ἐπισκόπου, χωρίς τάσεις ἀνεξαρτητοποιήσεως καί αὐτονομίας. Οἱ πρεσβύτεροι εἶναι συνηρμοσμένοι πρός τόν Ἐπίσκοπό των "ὡς χορδαί κιθάρᾳ῾[2]. Ἡ σχέση αὐτή προβάλλεται κατόπιν καί μεταξύ ἐπιτρόπων καί Προέδρου Ἐκκλ. Συμβουλίου: "Οἱ κ.κ. Ἐπίτροποι, ὀφείλοντες τήν πιό πάνω τιμή καί τόν σεβασμό πρός τόν ἱερέα των, δικαιοῦνται καί αὐτοί νά ἀπολαμβάνουν ἀπό αὐτόν ἀγάπης καί τιμῆς. Ὁ καλός ἱερεύς ποτέ δέν παραλείπει νά τιμᾶ τούς ἀμέσους συνεργάτες του, ὅπως εἶναι τά μέλη τοῦ Ἐκκλ. Συμβουλίου. Γι' αὐτό ἐπιβάλλεται μεταξύ ἱερέως καί ἐπιτρόπων νά ὑπάρχουν πνευματικοί δεσμοί ἐρειδόμενοι ἐπί τῆς πνευματικῆς σχέσεως ποιμένος καί ποιμνίου"[3]. Τό πῶς ἐξειδικεύεται αὐτή ἡ θεολογική γλώσσα στήν ποιμαντική πράξη φαίνεται ἀπό τό ὑπόλοιπο κείμενο, ὅπου μέσα σέ 3 σελίδες, πού ἀποτελοῦν τό πρῶτο μέρος τῆς ἐγκυκλίου, ὁ ἀναγνώστης συναντᾶ 13 φορές τή λέξη "πειθαρχία" καί τά σημασιολογικά της ἰσοδύναμα (σεβασμός καί κυρίως τή λέξη "ἔγκριση") καί περίπου 11 τό πρός στηλίτευση ἀντίθετο "αὐθαιρεσία", "ἀσέβεια" κλπ. Δύο φορές ἀπειλοῦνται οἱ ἐφημέριοι μέ ἀπόλυση σέ περίπτωση ἀνυπακοῆς πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο (σ. 9) ἤ πρός τόν Ἱερέα (σ. 11) καί μία φορά μέ ἀνάληψη τῆς χρηματικῆς δαπάνης σέ περίπτωση μή ἐγκεκριμένου ἐξόδου (σ. 11). Ἀναμφίβολα ἡ αὐτονόμηση καί ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἰδιωτικῆς εὐσέβειας σέ ἐνοριακό καθεστώς μέσα ἀπό ἕνα πιθανό μικρό "καπετανάτο" ἐπιτρόπων εἶναι καί γνωστό καί ἀπευκταῖο. Τό ἴδιο καί σ' ἕνα μοναστήρι. Μήπως ὅμως μπορεῖ νά ἀποτελεῖ μιά ἀντίδραση, ἄρα ἕνα προϊόν τοῦ φαύλου κύκλου (πνευματική) "βία στή βία τῆς ἐξουσίας;". Τά παραδείγματα τῆς ἁπλουστευτικῆς ἐξουσιαστικῆς ρητορικῆς, πού εἴδαμε παραπάνω, εἴτε στόν γραπτό εἴτε στόν προφορικό ἐκκλησιαστικό λόγο εἶναι πολλά καί ὅλα συγκλίνουν στήν ἴδια γραμμή: ὁ ἐπίσκοπος θεωρεῖται κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ διάκονοι τόν ἀναπληρώνουν, σύμφωνα μ' αὐτή τή λογική, καί τόν "ἐκπροσωποῦν" σέ ὅσα δέν προλαβαίνει. Οἱ λαϊκοί "συνεργάτες" (ἐπίτροποι, κατηχητές, νεωκόροι κλπ.) ἀναπληρώνουν μέ τή σειρά τους τούς κληρικούς, σέ ὅσα ἐκείνοι δέν προλαβαίνουν. Ἡ χρηστική ἤ καί καταχρηστική ἐπιστράτευση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας (ἀπό κεῖ προέρχεται ἡ φράση "ὡς χορδαὶ κιθάρᾳ" στό ἀνωτέρω κείμενο) καί ἡ σύμφυρση ἀνθρωπολογικῶν καί ἀσκητικῶν κατηγοριῶν, ὅπως ἡ μοναστηριακή ὑπακοή, συμπληρώνουν τήν εἰκόνα.
            Ἄν λάβουμε σοβαρά τήν ἐκκλησιαστική μας γλώσσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν σύνολη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι αὐτή εἶναι Σῶμα μέ διάφορα χαρίσματα-διακονήματα καί κεφαλή τό Χριστό, τότε ποῦ καί πῶς ἐκφράζονται αὐτά τά χαρίσματα, πέρα ἀπό τό τρίπτυχο "ὑπακοή, ὑπακοή καί ὑπακοή"; Πρῶτα, βέβαια, πρέπει νά ἀπαντήσουμε μέσα μας, ἄν θέλουμε πραγματικά αὐτή τήν ἔκφραση. Τελικά μᾶς λείπει, ἄν δέν ὑπάρχει; Ἤ μᾶς ἰκανοποιεῖ μιά παθητική, καταναλωτική εὐσέβεια; Τό κείμενο αὐτό δέν πρωτοτυπεῖ μέ τό νά ὑποστηρίξει ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι πού ὑπερβαίνει τήν ἁλυσίδα ἐπιβολῆς ἐξουσιῶν! Προφανῶς, τέτοια ὁδός εἶναι ἡ πιστοποίηση καί διαχείριση τῆς ἔκφρασης χαρισμάτων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Προφανῶς, ἐγγυητής τῆς ἑνότητας καί τῆς λειτουργικότητας χαρισμάτων καί χαρισματούχων εἶναι ὁ ἐπίσκοπος. Ἐξίσου προφανῶς, ὅμως, χορηγός τους δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα πού ἐκχύθηκε ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς "ἐπὶ πᾶσαν σάρκαν", ἄν ὄντως πιστεύουμε ὅτι τότε ξεκίνησαν οἱ ἔσχατες ἡμέρες, ὅπως πίστευαν καί οἱ Ἀπόστολοι. Ἐδῶ θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε μερικά παραδείγματα γιά τό πῶς κατανοήθηκαν καί ἐκφράσθηκαν τέτοια χαρίσματα στά παραδοσιακά τρία ἐπίπεδα λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος: τό μυστηριακό, τό διοικητικό καί τό διδακτικό κυρίως στούς τέσσερεις πρώτους αἰῶνες.

2. Χαρίσματα στήν εὐχαριστιακή ζωή.

α. Πρεσβύτεροι-διάκονοι.

            Εἶναι ὅπως εἴπαμε κεντρικός ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου στήν Εὐχαριστία. Ἄς δοῦμε πῶς γίνεται ἀντιληπτός ὁ ρόλος τῶν ὑπολοίπων στήν εὐχαριστιακή ζωή καί δι' αὐτῶν στά ὑπόλοιπα μυστήρια. Κατ' ἀρχάς στό ἔργο "Ἡ ἑνότης..." γίνεται σαφές ὅτι ὁ σ. γιά λόγους μεθοδολογικούς περιορίζεται στήν Εὐχαριστία ὡς κέντρο ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὁ ἴδιος πολύ σωστά προειδοποιεῖ ὅτι: "Ἡ ἔννοια... τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἑνότητος αὐτῆς δέν ἐξαντλεῖται πλήρως εἰς μίαν ἄνευ οἱωνδήποτε προϋποθέσεων εὐχαριστιακήν ἑνότητα. Ἡ Ἐκκλησία ᾐσθάνετο ἑαυτήν ἀνέκαθεν ἡνωμένην καί ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῷ ἑνί Βαπτίσματι, τῇ ἁγιότητι τοῦ βίου κλπ."[4] Εἶναι προφανές ὅτι τό κεντρικό γεγονός τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ὁ χῶρος ἐκδήλωσης καί τῶν ὑπολοίπων χαρισμάτων πού ἐκτείνονται καί ἐκτός αὐτοῦ τοῦ χώρου. Καί βέβαια ἀπαιτοῦν μιά ὀργανική τάξη στήν ἔκφρασή τους.
            Ἄς μείνουμε ὅμως στήν ἴδια τήν Εὐχαριστία. Στήν ἱστορία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἡ δυτική ἔρευνα ἐπί πολύ ἐπηρεασμένη καί ἀπό ὁμολογιακές προϋποθέσεις ἤθελε νά διαπιστώνει μιά διάσταση ἀνάμεσα στούς χαρισματούχους (πού ὑποτίθεται ὅτι χαρακτήριζαν τίς παύλειες κοινότητες) καί τό τοπικό ἱερατεῖο, τούς πρεσβυτέρους, πού, ὅπως ἔλεγε κι ἡ λέξη, ἦταν ἕνα γεροντοκρατικό σῶμα μιᾶς "φυσικῆς" ἐλίτ μέ παράδοση ἰουδαϊκή. Οἱ πρῶτοι ἦταν ἕνα γεγονός ἔκτακτο, μιά ἔκφραση τοῦ Πνεύματος, οἱ δεύτεροι ἀποτελοῦσαν τή μεταγενέστερη "θεσμοποίηση" τοῦ Χριστιανισμοῦ καί γι' αὐτό στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου (λέει ἡ ἴδια ἄποψη) δέν ἀναφέρονται πρεσβύτεροι. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ὀφείλονται στόν Bultmann καί βασίζονται σέ μιά παρατραβηγμένη χρήση τῶν πηγῶν. Μέ βάση αὐτή τή λογική οἱ φορεῖς τοῦ χαρίσματος, ἦταν οἱ φέροντες τήν ἀποστολική αὐθεντία, πού προφήτευαν, βάπτιζαν καί κήρυτταν. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ἔδειξε ὅτι δέν εὐσταθεῖ τέτοια ἀντίθεση καί ὅτι ἡ μόνη τάξη πού ἐκφράζει τήν ἑνότητα εἶναι ἡ εὐχαριστιακή. Καθώς ὁ ἐπίσκοπος μετά τήν ἐξάλειψη τῶν ἀποστόλων βρέθηκε νά εἶναι ὁ κατ'ἐξοχήν προσφέρων τήν Εὐχαριστία ἔγινε ὁ ἐγγυητής τῆς ἑνότητος καί τῆς καθολικότητος στήν Ἐκκλησία. Μιά ριζική τομή ἐμφανίζεται στήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας μετά τόν 3ο αἰ. ὁπότε καί προβάλλει ὁ θεσμός τοῦ ἀνεξαρτήτως τελοῦντος τήν Εὐχαριστία πρεσβυτέρου ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου. Γιατί τελοῦν τήν Εὐχαριστία οἱ πρεσβύτεροι; Στό ἔργο "Ἡ ἑνότης..." δίνεται ἱστορική ἐξήγηση: γιά πρακτικούς λόγους, λόγῳ τῆς αὐξήσεως τῶν πιστῶν. Σέ ἄλλο ἔργο του ὅμως διατυπώνει θεολογική ἐρμηνεία: στή Δύση ὁ ἐπίσκοπος θεωρήθηκε ἱστορικός διάδοχος τῶν ἀποστόλων (ἱστορική ἐκδοχή τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς) ἐνῶ στήν Ἀνατολή τύπος τοῦ Χριστοῦ (ἐσχατολογική ἐκδοχή τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς) μέ τό πρεσβυτέριο γύρω του τύπους τῶν Ἀποστόλων. Τό δυτικό μοντέλο (Κλήμης Ρώμης) ἐπικράτησε κι ἑπομένως ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπος ἔγινε Ἀπόστολος, οἱ πρεσβύτεροι-τύποι τῶν Ἀποστόλων δέν εἶχαν ἄλλο ρόλο παρά τήν ἀποκεντρωμένη τέλεση τῆς Εὐχαριστίας, ἀντί τοῦ διοικητικοῦ καί διδακτικοῦ ρόλου πού εἶχαν μέχρι τότε. Μέ τή σειρά του ὁ ἐπίσκοπος ἀνέλαβε αὐτούς τούς ρόλους πού εἶχαν μέχρι τότε οἱ πρεσβύτεροι. Ἡ "ἀνταλλαγή" αὐτή ὁδήγησε στίς σχέσεις πρεσβυτέρων-ἐπισκόπου, ὅπως τίς ξέρουμε[5].
            Ἐδῶ θά διαπιστώσουμε ὅτι ἐκτός ἀπό τόν ἐπίσκοπο οἱ πρεσβύτεροι ἤδη ἀπό τόν 1ο αἰ. δέν εἶναι τό γεροντοκρατικό συμβούλιο πού θέλει ὁ Βultmann, ἀλλά σῶμα χαρισματούχων. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ θέση τους γύρω ἀπό τόν ἐπίσκοπο.  Ἡ πιό κλασική πηγή γιά ἕνα ὑποτιθέμενα μή Παύλειο ἱερατεῖο πρεσβυτέρων, ἡ Καθολική Ἐπιστολή Ἰακώβου μᾶς πληροφορεῖ: "ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν, προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας καί προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτὸν ἀλείψαντες ἑλαίῳ ἐν ὀνόματι κυρίου. Καί ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος. Κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκὼς ἀφεθήσεται αὐτῷ" (5, 14-15). Ἐδῶ τό ἔργο τῶν πρεσβυτέρων σαφῶς θεωρεῖται συνέχεια τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποστολῆς τῶν Δώδεκα ἀπό τόν Κύριο ὅταν κατά τό Κατά Μᾶρκον ἐκείνοι ἀπεστάλησαν ἀνά δύο γιά νά διαδώσουν τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί "ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον" (Μάρκ. 6, 13). Στήν ἴδια ἐπιστολή Ἰακώβου ἡ προσευχή τῶν πρεσβυτέρων συνδέεται ἄμεσα καί μέ τή μεσιτεία τοῦ προφήτη Ἠλία, δηλαδή ἕνα χάρισμα. Στίς ποιμαντικές ἐπιστολές ἡ χειροτονία τοῦ Τιμοθέου γίνεται μέ συμμετοχή τοῦ πρεσβυτερίου "διά προφητείας" (Α' Τιμ. 4, 14). Τέλος, στήν Ἀποκάλυψη Ἰωάννου τό ἐσχατολογικά κατανοούμενο σῶμα κριτῶν τοῦ παλιοῦ καί νέου Ἰσραήλ (Ἀποκ. 4, 4) εἶναι οἱ εἰκοσιτέσσερεις πρεσβύτεροι. Κατά ταῦτα ἡ τέλεση τῆς Εὐχαριστίας ἀπό τούς πρεσβυτέρους ὡς "ἐκπροσώπους" τοῦ ἐπισκόπου δέν θά μποροῦσε νά γίνει, ἄν αὐτοί δέν μετεῖχαν στό χάρισμα. Στή συγγεγραμμένη στίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰ. Ἀποστολική Παράδοση τοῦ Ἱππολύτου Ρώμης στήν εὐχή χειροτονίας ἐπισκόπου ὁ ρόλος του συνδέεται μέ τήν ἐξουσία τῶν Ἀποστόλων καί στήν ἀντίστοιχη εὐχή οἱ πρεσβύτεροι μέ τούς 70 πρεσβυτέρους περί τόν Μωυσῆ. Στή σχετική αἰγυπτιακή ἐκδοχή ὅμως πού μέ τό ὄνομα Κανόνες Ἱππολύτου συγγράφηκε περί τό 336-340 καί σώζεται στά ἀραβικά, ἡ εὐχή χειροτονίας ἐπισκόπου εἶναι ἴδια μέ τοῦ πρεσβυτέρου, διότι ὁ πρῶτος δέν διαφέρει ἀπό τόν δεύτερο παρά μόνο στήν ἐπισκοπική καθέδρα καί τήν ἐξουσία τοῦ χειροτονεῖν. Ὁ λόγος δέν εἶναι ὅτι ἀπηχεῖ τή μεταγενέστερη ἀνάπτυξη τοῦ πρεσβυτέρου, διότι οὔτε τόσο μεταγενέστερο εἶναι αὐτό τό κείμενο, οὔτε τήν εὐχαριστιακή αὐτονομία τοῦ πρεσβυτέρου ἀποδέχεται, ἀφοῦ στόν Κανόνα 37 προβλέπεται ἡ συλλογική περί τόν ἐπίσκοπο παρουσία στήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὅλων τῶν χειροτονημένων μέ λευκά ἐνδύματα[6]. Ὁ λόγος αὐτῶν τῶν λειτουργικῶν λεπτομερειῶν καί τῆς διατύπωσης τῶν εὐχῶν πρέπει νά εἶναι ἡ κατανόηση τοῦ χαρίσματος στό σύνολο ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρων, πού γίνεται ὁρατό στήν εὐχαριστιακή τάξη, ὅπου παρίστανται ὅλοι. Ἔτσι δέν εἶναι ἀπίθανο ὅτι οἱ μέτοχοι τοῦ χαρίσματος τῆς "συμβουλίας" πρεσβύτεροι ἀσκοῦν μέχρι σχετικά ἀργά τοὐλάχιστον στήν Αἴγυπτο διδακτικά καθήκοντα (π.χ. Ἄρειος) καί προεδρεύουν σέ κοινά γεύματα-ἀγάπες, γιά τά ὁποῖα ὅμως λίγες πληροφορίες ἔχουμε. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὑπάρχει μιά συνέχεια μεταξύ τῶν καινοδιαθηκικῶν καί κάποιων μεταγενέστερων κειμένων στήν κατανόηση τοῦ πρεσβυτερίου ὡς συνόλου χαρισματούχων.
            Οἱ διάκονοι πού ἀπό τήν ἀρχή συνδέθηκαν ἀποφασιστικά μέ τόν ἐπίσκοπο θεωρήθηκαν ἐπίσης φορεῖς χαρίσματος, τοὐλάχιστον στά κείμενά μας τοῦ 3ου καί 4ου αἰ., χάρισμα πού ὑπῆρξε συμπληρωματικό στό εὐχαριστιακό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Στίς Διαταγές τῶν Ἀποστόλων ὁ διάκονος "παριστάσθω [τῷ ἐπισκόπῳ] ὡς ὁ Χριστὸς τῷ πατρί"[7] . Ἡ συνάφεια αὐτή ἔδωσε μάλιστα τό ἔναυσμα σέ κάποιους κύκλους στή Ρώμη περί τό 370 νά διεκδικήσουν θεσμικό ρόλο σημαντικότερο ἀπό τῶν πρεσβυτέρων χωρίς βέβαια ἐπιτυχία. Αὐτές τίς διεκδικήσεις φαίνεται νά καταπολεμᾶ ὁ ἄγνωστος ὑπομνηματιστής Παυλείων ἐπιστολῶν ὑπό τό ὄνομα τοῦ Αὐγουστίνου, ὁ λεγόμενος "Ἀμβροσιαστής". Γιά μᾶς σημασία ἔχει ὅτι καί ὁ θεσμός τοῦ διακόνου ἐμπεριέχει τό στοιχεῖο τοῦ χαρίσματος.

β. Λαϊκοί.

            Ἡ ἀπαραίτητη συμμετοχή τῶν λαϊκῶν στήν Εὐχαριστία εἶναι κάτι γνωστό. Στήν Καινή Διαθήκη οἱ λαϊκοί, οἱ μή προσφέροντες ἀλλά μόνον ἐσθίοντες εἶναι καί αὐτοί συντελεστές τοῦ Μυστηρίου. Στό Κατά Μᾶρκον κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἡ πόση τοῦ ποτηρίου καί ἡ βρώση τοῦ ἄρτου παρεμβάλλονται ἀνάμεσα στά λόγια τοῦ Ἰησοῦ ὥστε νά εἶναι σαφές ὅτι ἀποτελοῦν μέρος τοῦ Μυστηρίου (Μαρκ. 14, 22-24). Στό περίφημο χωρίο Α' Κορ. 14, 16 γίνεται λόγος γιά τό Ἀμήν τοῦ ἀναπληροῦντος "τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου". Ἀπ' αὐτά ἐπικράτησε στούς Κανόνες ἡ χειροτονία πρεσβυτέρου ἤ ἐπισκόπου σέ συγκεκριμένη ἐνορία ἤ ἐπισκοπή καί ὄχι ἀπολελυμμένως (Κανών 6, Δ' Οἰκουμ. Συνόδου τό 451), ἐπειδή ἀκριβῶς τό ἐκκλησίασμα εἶναι μέρος τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς μέ τήν ὁποία συνδέεται ἄμεσα τό χάρισμα τοῦ κληρικοῦ.
            Χαρακτηριστική θέση τῶν λαϊκῶν στήν εὐχαριστιακή ζωή εἶναι στήν ὀργάνωση τῶν ἀγαπῶν πού ἐπί κάποιο διάστημα συνυπῆρχαν μέ τή Θεία Εὐχαριστία καί κατόπιν ἀπομακρύνθηκαν. Τίς ξαναβρίσκουμε στό μοναχισμό (πού ἀποτελοῦσε κατά βάσιν ἕνα κίνημα λαϊκῶν). Στή Νιτρία ἔχουμε κάθε Σάββατο "συμπόσιον τῶν ἀδελφῶν" καί ἐπακολουθοῦσα Θεία Εὐχαριστία. Τό ὅτι τό συμπόσιο αὐτό ἦταν χῶρος ἔκφρασης ποικίλων διακονημάτων, ὅπως διδασκαλίας, προφητείας, κρίσεως κλπ. φαίνεται ἀπό τίς πηγές μας. Εἶναι ὅμως ἐνδιαφέρον ὅτι πιθανόν ἡ προσευχή σέ μιά τέτοια μοναστηριακή τράπεζα εἶχε στοιχεῖα ἀπό τήν Εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς. Σέ ἀποδιδόμενο στόν Μέγα Ἀθανάσιο κείμενο Περί Παρθενίας συνιστᾶται στίς γυναῖκες παρθένους νά προσεύχονται στήν τράπεζά τους "κλᾶσαι τὸν ἄρτον" μέ τά λόγια "καί καθώς ὁ ἄρτος οὖτος ἐσκορπισμένος ὑπάρχει ὁ ἐπάνω ταύτης τῆς τραπέζης καὶ συναχθείς ἐγένετο ἕν, οὕτως ἐπισυναχθήτω σου ἡ ἐκκλησία ἀπό τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν βασιλείαν σου..."[8]. Πρόκειται γιά ἀπόσπασμα ἀπό εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς πού βρίσκουμε καί στή Διδαχή τόν 1ο αἰ[9]. Δέν ὑπάρχει τρόπος γιά νά τό γεφυρώσουμε μ' ἕνα κείμενο τοῦ β' μισοῦ τοῦ 4ου αἰ., τό γεγονός, ὅμως, ὅτι ἀσκητική κοινότητα καί μάλιστα γυναικῶν (ἄρα σίγουρα λαϊκῶν) προσεύχεται μέ λόγια εὐχαριστιακά, κι αὐτό πιθανόν ἀποτελεῖ τή βάση γιά τή σημερινή μοναστηριακή τράπεζα, δείχνει τή διάχυση τοῦ χαρίσματος τῶν λαϊκῶν ὡς μετόχων τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς μετά καί ἔξω ἀπ' αὐτήν.
            Μιά τέτοια διάχυση γίνεται σαφής καί σέ ἄλλα μυστήρια πού ἀρχικά τελοῦνταν μέσα καί γύρω ἀπό τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό χάρισμα πού τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα προσδίδουν στόν πιστό εἶναι προφανές. Ὅμως πρέπει νά δοῦμε καί τά μυστήρια πού ἅπτονται ἠθικῶν πλευρῶν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ. Σέ μιά ἠθικιστική θεολογική γλώσσα καταλαβαίνουμε συνήθως τά χαρίσματα ὡς ἰδιωτικές ἠθικές ἰδιότητες τοῦ Χριστιανοῦ πού κάνουν καλό στόν ἴδιο. Ὅπως ἡ παρθενία, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη θεωροῦνται τέτοιες ἠθικές ἔννοιες ἔτσι καί τά μυστήρια τοῦ γάμου, τοῦ εὐχελαίου ἤ τῆς ἐξομολογήσεως θεωροῦνται πηγές ἠθικῆς προόδου γιά τόν πιστό, σπάνια ὅμως θεωροῦνται πηγές χαρισμάτων πού ἔχουν σημασία γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, δηλαδή διάσταση ἐκκλησιολογική. Ὡστόσο, ὅπως ὁ βαπτισθείς καί χρισθείς γίνεται "καινός ἐν Χριστῷ" ἄνθρωπος καί δοχεῖο τοῦ Πνεύματος, ἔτσι καί ὁ ἐξομολογούμενος καί μέ ποικίλους τρόπους ἀποκαθιστάμενος ἄνθρωπος ἐπιδρᾶ στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται σέ ὅσα διαλαμβάνει ἡ Διδαχή "εὐχαριστήσατε προεξομολογησάμενοι τὰ παραπτώματα ὑμῶν, ὅπως καθαρὰ ἡ θυσία ἡμῶν ᾖ. Πᾶς δὲ ἔχων ἀμφιβολίαν μετὰ τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ μὴ συνελθέτω ὑμῖν, ἕως οὗ διαλλαγῶσιν, ἵνα μὴ κοινωθῇ ἡ θυσία ὑμῶν"[10]. Χαρισματικό χαρακτήρα ἔχει καί τό μυστήριο τοῦ γάμου, διότι διαφορετικά τί νόημα ἔχει ἡ εὐχή νά μνημονεύσει ὁ Θεός τούς νεονύμφους ὄχι μόνο ὅπως τά παλαιοδιαθηκικά ζεύγη τῶν Πατριαρχῶν (πού εἶναι ἀναμενόμενο), ἀλλά καί ὅπως τόν Ἐνώχ, τόν Σήμ καί τόν Ἠλία καθώς καί τούς Τεσσαράκοντα Μάρτυρες; τί νόημα ἔχει ἡ πόση ἀπό τό κοινό "Ποτήριον σωτηρίου" (παραπομπή ἀφ' ἑνός στό εὐχαριστιακό ποτήριο, ἀφ' ἑτέρου στό Σταυρό τοῦ Κυρίου καί τό Μαρτύριο), ἡ εὐχή "ἵνα, πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες, περισσεύσωσιν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν... καί εὐαρεστήσαντες ἐνώπιόν σου λάμψωσιν ὡς φωστῆρες ἐν οὐρανῷ" καί φυσικά ἡ μνεία τοῦ ἀποστόλου στό "Μυστήριον μέγα", ἡ ἀνάληψη τῶν στεφάνων στή Βασιλεία κ.ο.κ;
            Ἀπό τά παραπάνω παραδείγματα γίνεται σαφές ὅτι ἡ εὐχαριστιακή καί γενικώτερα ἡ μυστηριακή ζωή ἀποτελεῖ τή βάση καί τό θεμέλιο γιά τήν ἔκφραση πλειάδας χαρισμάτων πού ἀναμένεται ἀπό τόν ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο κληρικό ἤ λαϊκό νά ἐκφρασθοῦν καί νά βιωθοῦν, ὄχι ἁπλά ὡς τελετουργική συμμόρφωση πρός κατανάλωσιν τοῦ χαρίσματος τοῦ τελετουργοῦ.

3. Διοίκηση: ὁ μύθος τῆς ἐπισκοπικῆς μοναρχίας.

            Ἡ διοίκηση ὅπως καί ἐπιμέρους ζητήματα "καθημερινῆς διαβίωσης" (δικαστικές διευθετήσεις, ὀργάνωση φιλανθρωπίας) θεωροῦνται κατ' ἐξοχήν πεζά πράγματα, πού μπορεῖ νά ἀναδείξουν τό πολύ ἕνα ταλέντο χαρακτηρολογικό ἤ τήν ἀκεραιότητα ἠθικῶν ἐπιλογῶν. Πολύ δύσκολα, ὅμως, μποροῦν νά θεωρηθοῦν πεδίο χαρισμάτων. Ἐπιπλέον ἡ λογική τῶν ἀρχόντων "τῶν ἐθνῶν" πού θέλει σέ κάθε συλλογικό γεγονός νά ἐπιβάλλονται νόρμες καί κανόνες ἀντιμετωπίζει ὡς ὕψιστο προσόν τή διοικητική ἱκανότητα. Ἔτσι ἡ ὑπερτροφία τοῦ διοικητικοῦ μηχανισμοῦ καί τό κοσμικό πνεῦμα ἀπειλοῦν τήν ἑρμηνεία τῆς διοίκησης ὡς χαρίσματος, ἀκριβῶς ἐπειδή τήν ἀπολυτοποιοῦν. Ἕνας καλός μάνατζερ γνωρίζει νά οἰκονομεῖ, νά κρίνει καί νά δικάζει, νά ὑποτάσσει τόν προσωπικό του χρόνο στά κοινά, νά εἶναι ἀποτελεσματικός. Τί ρόλο μπορεῖ νά παίζει ἕνα χάρισμα;
            Εἴπαμε ὅτι τά διάφορα διακονήματα ἀντανακλῶνται στό χῶρο τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας. Πράγματι τόσο στίς Παύλειες ὅσο καί στίς ἐξ Ἰουδαίων κοινότητες ἡ ἄμβλυνση τῶν κοινωνικῶν διαφορῶν καί ἡ ἀντανάκλαση τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀλληλεγγύης ἐμφαίνονται πρωτίστως στήν Εὐχαριστία (Α' Κορ. 5 καί 11, 17-22 καθώς καί Ἰακ. 2, 1-7). Δέν εἶναι ἑπομένως παράξενο ὅτι τό σῶμα τῶν λειτουργῶν τῆς Εὐχαριστίας ἐπιφορτίζεται καί μέ τή διακονία τοῦ νά δικάζει "κρίσεως ἀδίκου μακράν" καί νά διαφυλάττει τήν φιλαδελφία καί τήν ἀγάπη μέ τήν ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, χηρῶν καί ὀρφανῶν καί πενήτων ὅπως φαίνεται στήν Ἐπιστολή Πολυκάρπου (Πρός Φιληπ. 6, 1) καί στήν Πρός Τίτον (1, 8-9) τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Στόν 3ο αἰ. ἡ μέχρι αὐτοθυσίας περίθαλψη ἐθνικῶν ἀσθενῶν ἀπό λοιμό ὁδήγησε πολλούς Χριστιανούς στό θάνατο. Κατά τόν Διονύσιο Ἀλεξανδρείας ἕνας τέτοιος θάνατος θεωρήθηκε "μηδέν μαρτυρίου ἀποδεῖν"[11]. Ἡ χαρισματική αὐθεντία τοῦ μάρτυρος ἦταν ὡς γνωστόν τόσο μεγάλη πού σέ πολλές περιοχές εἰδικά τῆς Ἀφρικῆς τόν 3ο αἰ. θεωρήθηκε καί ἰκανή νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι ἡ μέχρι θανάτου φιλαδελφία ἔχει χαρισματικά χαρακτηριστικά, ἀφοῦ συνδέεται μέ τό μαρτύριο καί τιμᾶται ὡς τέτοιο. Στόν 4ο αἰ. σέ μιά εὔγλωττη διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ ὁ Μέγας Ἀντώνιος πληροφορεῖται ὅτι ἕνας γιατρός στήν Ἀλεξάνδρεια δίνει τό περίσσευμά του σέ φτωχούς "πᾶσαν τὴν ἡμέραν τό τρισάγιον ψάλλων μετά τῶν ἀγγέλων"[12]. Κι ἐδῶ ἡ σύνδεση μέ τόν ἀγγελικό βίο τονίζει τόν χαρακτήρα χαρίσματος τῆς εὐποιίας, πού διαθέται ἕνας "κοσμικός" λαϊκός.
            Γιά τό ὅτι δικαστική λειτουργία ἀσκοῦνταν κατά τήν Εὐχαριστία μέ σαφῆ ἐσχατολογική διάσταση ἔχουμε σαφῆ μαρτυρία στό Α' Κορ. 5, 3-8. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου μάλιστα θεώρησε τή σύναξη αὐτή ὡς πρόδρομο τοῦ ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου τῆς Συριακῆς Διδασκαλίας, πού θά δοῦμε ἀμέσως, καί πού μέ τή σειρά του ὁδήγησε στίς συνοδικές δομές[13]. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτή ἡ δικαστική κρίση μεταξύ πιστῶν ἀσκεῖται συλλογικά ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί τό σῶμα τῶν πρεσβυτέρων μέ διάφορες παραλλαγές. Στή Συριακή Διδασκαλία (καί στίς Ἀποστολικές Διαταγές Β') π.χ. ὁ ἐπίσκοπος ἔχει πρωταγωνιστικό ρόλο ἐνῶ τό πρεσβυτέριο καί οἱ διάκονοι τόν πλαισιώνουν "ὡς σύμβουλοι τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῆς ἐκκλησίας στέφανος εἰσὶν γὰρ συνέδριον καὶ βουλὴ τῆς ἐκκλησίας"[14]. Ἡ κρίση τους "ἐν τῷ δικαστηρίῳ σύμψηφον ἔχει καὶ συνίστορα τῆς δίκης τὸν Χριστὸν τοῦ Θεοῦ"[15] τελικός της δέ σκοπός εἶναι "εἰρηνεῦσαι εἰς τὴν κυριακὴν [δηλ. κατά τήν Εὐχαριστία] τοὺς διαφερομένους πρὸς ἀλλήλους"[16]. Στόν αἰγυπτιακό μοναχισμό ὅμως ἡ δικαστική δικαιοδοσία καί ἄλλα εὐχαριστιακά διακονήματα εἶναι περισσότερο στά χέρια τῶν πρεσβυτέρων. Ἕνα τέτοιο σῶμα ἀπό ὀκτώ πρεσβυτέρους συνερχόταν στό Κυριακό τῆς Νιτρίας ὅταν ὁ Παλλάδιος πῆγε ἐκεῖ περί τό 373. Ὁ ἀρχαιότερος ἱερουργοῦσε, δίκαζε καί κήρυττε, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἁπλῶς προσκαθέζονταν. Γιά συνελεύσεις ὅλης τῆς κοινότητας (προφανῶς τό Σάββατο) μέ σκοπό ρύθμιση τρεχουσῶν ζητημάτων, κρίση ἐπί διαφορῶν καί παραπτωμάτων, διανομή δωρεῶν σέ τρόφιμα κλπ. μαθαίνουμε σέ πολλές γλαφυρές διηγήσεις τοῦ Γεροντικοῦ. Ἀπό πολλές ἐνδείξεις συμπεραίνουμε ὅτι αὐτές οἱ λειτουργίες βασίζονταν σέ μιά ἐσχατολογική καί χαρισματική αὐτοσυνειδησία τῶν μοναχῶν, ἡ ὁποία φυσικά ἔπρεπε διαρκῶς νά ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου καί τίς μοναστικές ἀρετές.
            Τέλος, στό θέμα τῆς οἰκονομικῆς διοίκησης δημιουργεῖται γενικά ἡ αἴσθηση ὅτι τό "βασιλικό" ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου τοῦ ἐπιφυλάσσει ἀνεξέλεγκτη ἐξουσία στά οἰκονομικά (ἀποστολικοί Κανόνες 38 καί 41). Βλέπουμε ὅτι στόν 26ο Κανόνα τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκονόμου σέ κάθε ἐπισκοπή ὄχι ἁπλά γιά βοήθεια τοῦ ἐπισκόπου ἀλλά "ὥστε μὴ ἀμάρτυρον εἶναι τὴν οἰκονομίαν τῆς Ἐκκλησίας". Ὁ οἰκονόμος τοὐλάχιστον στήν Αἴγυπτο πρέπει νά εἶχε εἰσαχθεῖ ἤδη κατά τόν 4ο αἰ. καί ἦταν, συνήθως, πρεσβύτερος. Τό πλῆθος τῶν ἰδιωτικῶν παπύρων πού ἔχουμε στή διάθεσή μας γιά δικαιοπραξίες πού σχετίζονται μέ ἐκκλησιαστική περιουσία εἰδικά μετά τόν 4ο αἰ. μᾶς ἐπιτρέπει νά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Οἰκονόμου σάν εἶδος ὀρκωτοῦ λογιστῆ λειτουργοῦσε μέ σοβαρές διαχειριστικές καί νομικές ἐλεγκτικές δυνατότητες στίς δοσοληψίες τοῦ ἐπισκόπου, τέτοιες πού θά ζήλευαν σημερινά ἐλεγκτικά ὄργανα[17]. Τήν ἀρχή αὐτή τῆς διαφάνειας δέν τήν ἀπαιτοῦσε κάποια νεωτερική ἀστική διάκριση ἐξουσιῶν, ἀλλά ἡ αἴσθηση ὅτι τό χάρισμα τοῦ οἰκονομεῖν, πού ἔδινε διαχειριστική ἐξουσία στόν ἐπίσκοπο νά τρέφεται ὁ ἴδιος, ἀλλά καί οἱ πένητες καί οἱ ξένοι ἀπό τά τῆς ἐκκλησίας (Ἀποστολικός Κανόνας 41) ἔπρεπε νά προστατεύεται ἀπό ὑπόνοιες καί διαβολές.

4. Διδασκαλία καί προφητεία.

            Τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου συνδέεται ἀποφασιστικά μέ τή διδασκαλία ἐγγυόμενο τήν Ὀρθοδοξία της μετά τό β' μισό τοῦ 2ου αἰ. Ὁ λόγος εἶναι γνωστός: ἡ μεγάλη ἀνάπτυξη γνωστικῶν αἱρέσεων πού κήρυτταν δικές τους μυστικές παραδόσεις, ὑποτίθεται κατ' εὐθεῖαν ληφθεῖσες ἀπό τούς ἀποστόλους, ἀνάγκασε τήν Ἐκκλησία νά τονίσει ὅτι αὐτή παρέλαβε μέ πιστοποιημένες διαδικασίες διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους τή μόνη γνωστή καί ἔγκυρη διδασκαλία. Θεσμικά οἱ ἐπίσκοποι ἦταν πλέον οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καί στίς ἐγνωσμένου κύρους τοπικές ἐκκκλησίες στή Ρώμη ἤ στήν Ἀσία ἡ διαδοχή καί ἡ ἐμμονή στή διδαχή ἦταν εὔκολα διαπιστώσιμες. Ἐσίγησαν ὅμως οἱ διδασκαλικές φωνές τῶν ἀρχαίων διακονημάτων τοῦ προφήτου καί διδασκάλου, πού μαρτυροῦνται στίς παύλειες ἐπιστολές καί στή Διδαχή καί ἐκφράζονται στήν Ἀποκάλυψη Ἰωάννου καί στόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ τέλη τοῦ 1ου αἰ.; Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι ὁ προφήτης ὡς φορέας αὐθεντίας τοῦ 1ου αἰ. (συνεργάτης τῶν ἀποστόλων, συγγραφέας τῆς Ἀποκαλύψεως καί ὅποιος ἄλλος) ἐξελίχθηκε σέ ἐπίσκοπο[18]. Ἦταν ὅμως ἀποκλειστική ἡ ἐξέλιξη αὐτή καί ἀφοροῦσε καί τήν προφητεία στό ἐσωτερικό τῆς κοινότητας; Σπάραγμα τοῦ Παπύρου τῆς Ὀξυρρύγχου Νο 5 πού χρονολογεῖται στό τέλος τοῦ 2ου αἰ. καί προέρχεται ἀπό ρωμαϊκό περιβάλλον μιλᾶ γιά τό "σωματεῖον τῆς προφητικῆς τάξεως" πιθανόν σέ ἀντίθεση πρός τόν Μοντανισμό[19]. Φυσικά τόσο στή Ρώμη ὅσο καί στήν Ἀλεξάνδρεια δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν ἀνεξάρτητες διδακτικές συνάξεις κατά τό πρότυπο τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν, στίς ὁποῖες διδασκόταν ἀνεξέλεγκτα ὁ,τιδήποτε ἀπό ἀνθρώπους ὅπως ὁ Βαλεντῖνος κλπ. Μήπως ὅμως πρέπει κάποια στιγμή νά σκεφθοῦμε ὅτι αὐτές οἱ καταστάσεις ἄσχετο ἄν ἦταν προϊόν "κοσμικῆς" κουλτούρας ἤ συγκρητισμοῦ πρέπει νά εἶχαν κάποιο ἕρεισμα μέσα στήν κοινότητα; Μέ ἄλλα λόγια ἐκτός ἀπό τούς μή ὀρθόδοξους μήπως ὑπῆρχαν καί ὀρθόδοξοι χαρισματοῦχοι διδάσκαλοι καί προφῆτες, τούς ὁποίους μιμοῦνταν οἱ μή ὀρθόδοξοι; Στήν Ἀλεξάνδρεια πάλι συναντήσαμε ἤδη τούς πρεσβυτέρους μέ σαφῆ διδακτικά καθήκοντα, ὑπάρχει ὅμως καί τό ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου, πού ἡ ἔρευνα δείχνει ὅτι μπορεῖ νά "φωτογραφίζει" καί τόν Ὠριγένη[20].
            Λίγο ἀργότερα (ἀρχές 3ου αἰ.) στή Ρώμη συναντᾶμε στό κείμενο τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης τοῦ Ἱππολύτου: "κανείς ἀπό σᾶς νά μήν ἀργεῖ στήν ἐκκλησία, στόν τόπο, ὅπου γίνεται διδασκαλία. Τότε θά δοθεῖ σ' ἐκείνον πού μιλᾶ νά πεῖ αὐτά πού εἶναι ὡφέλιμα στόν καθένα, καί θά ἀκούσεις αὐτά πού δέν γνωρίζεις, καί θά ἐπωφεληθεῖς μέσα ἀπ' ἐκείνα πού τό ἅγιο Πνεῦμα θά σοῦ δώσει μέσω ἐκείνου πού κατηχεῖ. Μ' αὐτό τόν τρόπο θά στερεωθεῖ ἡ πίστη σου πάνω σ' αὐτά πού θά ἀκούσεις"[21]. Ἐδῶ εἶναι φανερό ὅτι δέν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος ὡς "ἐκεῖνος πού διδάσκει", κι ὡστόσο τό ἔργο τοῦ περί οὖ ὁ λόγος κατηχητοῦ εἶναι καθαρά χαρισματικό. Πιθανότατα ὁ Ἱππόλυτος εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ πρώτου μέρους (1-3 ἤ 1-2 τῆς Ἐπιτομῆς) τοῦ 8ου Κανόνα τῶν Διαταγῶν τῶν Ἀποστόλων, τό ὁποῖο ὅμως διαμορφώθηκε τελικά ἴσως στό β' μισό τοῦ 4ου αἰ. Ἐκεῖ γίνεται μιά ἀναλυτική ἱεράρχηση τῶν διαφόρων χαρισμάτων, καί ἀναφέρονται χαρίσματα "σημείων" καί ποικιλία προφητειῶν. Ὁ σ. ἐνδιαφέρεται νά τοποθετήσει αὐτούς τούς χαρισματούχους ὑπό τήν ἐκκλησιαστική πειθαρχία τῶν ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων καί πρός τήν οἰκοδομή τῆς κοινότητος. Κάνει ὅμως τήν ἐνδιαφέρουσα διευκρίνηση ὅτι κάθε Χριστιανός εἶναι γενικά χαρισματοῦχος: "χαρίσματα δέ λέγομεν τὰ διὰ τῶν σημείων ἐπεὶ οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος πιστεύσας διὰ Χριστοῦ εἰς τὸν θεὸν, ὅς οὐκ εἴληφεν "χάρισμα πνευματικόν". Αὐτό γὰρ τὸ ἀπαλλαγῆναι πολυθέου ἀσεβείας καὶ πιστεῦσαι θεῷ πατρὶ διὰ Χριστοῦ χάρισμα ἐστι θεοῦ... ὁ ταῦτα πιστεύσας, οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ ἀλόγως, ἀλλὰ κρίσει καὶ πληροφορίᾳ, χάρισμα εἴληφεν ἐκ Θεοῦ, ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ πάσης αἱρέσεως ἀπαλλαγείς. Μὴ οὖν τις τῶν ποιούντων σημεῖα καὶ τέρατα κρινέτω τινὰ τῶν πιστῶν μὴ ἀξιωθέντα ἐνεργεῖν· διάφορα γάρ ἐστιν τὰ τοῦ Θεοῦ χαρίσματα παρ' αὐτοῦ διὰ Χριστοῦ διδόμενα, καὶ σὺ μὲν εἴληφας τοῦτο, ἐκεῖνος δὲ ἄλλο τι, ἤ γὰρ "λόγον σοφίας ἤ γνώσεως ἤ διακρίσεως πνευμάτων" ἤ πρόγνωσιν τῶν μελλόντων ἤ λόγον διδακτικὸν ἤ ἀνεξικακίαν ἤ ἐγκράτειαν ἔννομον"[22]. Ἡ ἐντυπωσιακή μαρτυρία τέτοιων προφητικῶν σημείων ἀπευθείας "διὰ Χριστοῦ" εἶναι ἀρκετά εὔγλωττη στό νά δείξει ὅτι τό προφητικό καί διδακτικό ἀξίωμα ὑπάρχει μέ πολλές καί ποικίλες μορφές ἀκόμη καί σέ μή κληρικούς.
            Τόν 4ο αἰ. στήν Αἴγυπτο ἔχουμε μιά ἀνιχνεύσιμη παρουσία τῆς προφητείας εἴτε ὡς μορφή (σημειοφορία, ὀράσεις κλπ.) εἴτε ὡς περιεχόμενο (διδαχή, καρδιογνωσία, πρόγνωση) στόν μοναχισμό. Μιλήσαμε ἤδη γιά τή στροφή πρός τήν ἔντονη βίωση χαρισμάτων στόν μοναχισμό. Ἱστορικά ἀρκεῖ νά δοῦμε τή μαζική στροφή τῶν μοναστικῶν κύκλων Ἄνω (Νιτρία) καί Κάτω Αἰγύπτου (Παχώμιος) στή χρήση τῆς Γραφῆς γιά νά διαπιστώσουμε μιά λαϊκή διάδοση ἐξηγητικῶν μεθόδων τῆς ἀλεξανδρινῆς σχολῆς καί ἄρα μιά συνέχεια καί διάδοση τοῦ διδασκαλικοῦ χαρίσματος[23]. Χαρισματική προφητική αὐθεντία ἐπιδεικνύουν πολλοί μοναχοί σέ περιπτώσεις ἱεραποστολῆς μέ σημεῖα κλπ. Ἐπίσης, ἡ ἀρνητική ὄψη τοῦ ἰδίου φαινομένου εἶναι ἡ ἀντίδραση ἱεραρχῶν στό χάρισμα τῆς καρδιογνωσίας τοῦ Παχωμίου πού τόν ἔφερε νά ἀπολογηθεῖ στή Λατόπολη περί τό 340. Μέ τόν μοναχισμό τό διδακτικό χάρισμα παίρνει μιά νέα μορφή πού θά θρέψει τή θεολογική δράση μή χειροτονημένων ἐπισκόπων (παρά τίς διατάξεις τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) γιά πολλούς αἰῶνες. Τό θεολογικό ἔργο τῶν Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καί Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι ἐπιφανέστατοι καρποί, χωρίς βέβαια νά λείπουν καί τά ἀρνητικά παραδείγματα.
            Ποιά θεσμική ἔκφραση βρίσκουμε μέσα στήν Ἐκκλησία στό διδακτικό χάρισμα; Ξαναγυρίζοντας στόν 3ο αἰ. βλέπουμε βεβαίως τόν Κυπριανό Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος ἑνοποιεῖ στό ἔργο του τό ἐγγυητικό ἀληθείας καί θεσμικῆς συνοχῆς ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου μέ τό ἁγιαστικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας κι ἔτσι ἡ ὑποταγή στόν ἐπίσκοπο ἀποκτᾶ πλήρως σωτηριολογική διάσταση[24]. Μιά τέτοια μαξιμαλιστική γραμμή (πού βέβαια ἔχει νά κάνει μέ τίς βορειοαφρικανικές ἔριδες) δέν ἀκολουθεῖται πρακτικά τήν ἴδια περίπου ἐποχή ἀπό τόν Διονύσιο Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει τίς χιλιαστικές ἔριδες στήν περιοχή τῆς Ἀρσινόης (Φαγιούμ) περί τό 250. Μολονότι σημειώνει ὅτι ἔγινε ἕνα ἐκτεταμένο σχίσμα καί ὁλόκληρες τοπικές ἐκκλησίες ἀκολουθοῦσαν μιά θεολογική γραμμή μέ τήν ὁποία ἐκείνος δέν συμφωνοῦσε, δέν κατέφυγε στήν καταστολή, ἀλλά συσκέφθηκε μέ τούς πρεσβυτέρους τῆς περιοχῆς καί πολλούς "ἀδελφούς" (ὁ εἰσηγητής τῆς ἄποψης ἐπίσκοπος Νέπως εἶχε ἤδη πεθάνει) καί μέ πολλή ἀγάπη καί ἀπό κοινοῦ σπουδή τῶν γραφῶν καί ἐλεύθερο διάλογο μέ ἐπιχειρήματα κατέληξαν σέ κοινό συμπέρασμα[25]. Τό ὅτι ἡ συνάντηση ἦταν ἕνα ὑποκατάστατο "συνόδου" δέν σημαίνει ὅτι οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ λαϊκοί ἦταν μέλη συνόδου, σημαίνει ὅμως ὅτι ὁ Διονύσιος σεβάσθηκε τήν ἀξίωσή τους νά στοχάζονται καί νά διδάσκουν μέ βάση τή Γραφή καί τήν κοινή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία σπουδάζουν. Ὁ ρόλος, βεβαίως, τῶν μή ἐπισκόπων σέ μιά σύνοδο, μολονότι δέν προβλεπόταν σέ ψηφοφορίες, παρέμεινε σημαντικός σ' ὅλη τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατά τίς συζητήσεις, τή διαμόρφωση ἀπόψεων κλπ. Ἀντίθετη πρακτική ἀφήνει στό κενό τήν περίφημη ἄποψη ὅτι ἡ παρουσία τοῦ ἐπισκόπου στή σύνοδο εἶναι "παραστατική" καί ὄχι "ἀντιπροσωπευτική" ἐκπροσώπηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καθώς δέν λύνεται τό προφανές πρόβλημα: ἐνῶ παρίστανται ὡς ἔκφραση τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας δηλαδή τῆς ἐκφαινούσης τήν Μία Καθολική Ἐκκλησία, ὄχι μόνο πολλοί ἐπίσκοποι ἐκφέρουν διαφορετική ἄποψη ἀπό ἄλλους, ἀλλά καί πολλοί ἀνακηρύσσονται τελικῶς αἱρετικοί ! Μιά "παραστατική" ἐκπροσώπηση τοῦ σώματος θά κατέληγε σέ μιά πανηγυρική ταύτιση ὅλων σέ ὅλα τά θέματα. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ ἐσχατολογική πρόληψη τοῦ μέλλοντος. Ὁ συντονισμός πρός αὐτό τό μέλλον εἶναι ἐπίπονος καί προϋποθέτει τόν δύσκολο ἀγώνα συζήτησης "κατά λόγον" καί ὀρθοτόμησης τῆς κοινῆς (εὐχαριστιακῆς) ἐμπειρίας, προϋποθέτει τή συνεργασία τῶν χαρισμάτων καί ὄχι τήν καταστολή τους, τήν ἀξιοποίηση καί τόν ἐξαγιασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί ὄχι τήν ἐκπαραθύρωσή της.

Συμπεράσματα.

            Ἀπό τά παραπάνω γίνεται σαφές ὅτι τό ἐπισκοπικό λειτούργημα εἶναι κεντρικό καί ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι παρά τό ὅτι ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπάρχει πλειάδα χαρισμάτων καί φορέων τους πού χρειάζονται τάξη καί δομή. Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἡ κορωνίδα αὐτῆς τῆς τάξεως πού διασφαλίζει (σέ διάφορες ἱστορικές φάσεις, ὄχι χωρίς κόπο καί σίγουρα ὄχι χωρίς αὐτοθυσιαστική διακονία) τήν ὀμαλή διέλευση τοῦ Πνεύματος σ' ὅλα τά κύτταρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὥστε αὐτά νά ζοῦν καί νά αὐξάνονται, ὅπως τά κύτταρα ἑνός ζωντανοῦ σώματος, πού ὀξυγονώνονται σωστά. Τό σῶμα αὐτό ἔχει ὅμως κεφαλή του τό Χριστό καί ἰκανό βαθμό διαφοροποίησης χαρισμάτων, πού ἐπιτρέπουν στό σῶμα νά ζεῖ κι ὄχι νά ἀναπαράγει ἀνεξέλεγκτα ἕναν μόνο τύπο κυττάρων ὁδηγώντας σέ καρκινογενέσεις. Ὅπως γράφει καί πάλι ἡ Ἐπιτομή τοῦ Η' τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν "ὅ τε γὰρ ἐπίσκοπος καὶ οἱ πρεσβύτεροί τινών εἰσιν ἱερεῖς, καὶ οἱ λαϊκοὶ τινών εἰσι λαϊκοί· καὶ τὸ μὲν εἶναι χριστιανὸν ἐφ' ἡμῖν, τὸ δὲ ἀπόστολον ἤ ἐπίσκοπον ἤ ἄλλο τι οὐκ ἐφ' ἡμῖν, ἀλλ' ἐπὶ τῷ διδόντι θεῷ τὰ χαρίσματα"[26]. Ἡ πυραμιδοειδής λογική ἑνός ἐπιχειρηματικοῦ μάνατζμεντ (ἄν καί οὔτε κι αὐτό τήν υἱοθετεῖ σήμερα πλέον) δέν μπορεῖ νά κινητοποιήσει τήν πληθύ τῶν χαρισμάτων. Ἄν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἡγούμενος ἤ ὁ ἐκκλησιαστικός προϊστάμενος κλπ. ἀναζητοῦν βοηθούς ἤ ἀντικαταστάτες ἡ τεχνολογία, σήμερα, λύνει τά προβλήματα τῆς ἐπικοινωνίας καί τοῦ συντονισμοῦ. Ἄν ὅμως πρέπει νά ἐγγυηθοῦν τήν ἑνότητα καί τή συνεργασία τῶν χαρισμάτων, χρειάζεται κάτι περισσότερο ἀπό τήν ἐπικοινωνία καί τήν ἔγκριση: πρέπει τά χαρίσματα προηγουμένως νά γίνουν αἰσθητά καί ἐνεργά καί νά ἀποκτήσουν δική τους ἀξία, χωρίς νά θεωροῦνται προθάλαμος μιᾶς "ἐκκλησιαστικῆς καριέρας" (ὁ κατηχητής προστάδιο τοῦ πρεσβυτέρου, ὁ ἀρχιμανδρίτης προστάδιο τοῦ ἐπισκόπου κλπ. γιά νά ἀναφέρουμε τά πιό συνήθη). Ζητούμενο, ὅμως, εἶναι νά ξαναδεῖ κανείς τίς μακρές σειρές τάξεων καί διακονημάτων σέ μιά εὐχαριστιακή σύναξη, πού νά ἐκφράζουν καί ἀντίστοιχες πραγματικότητες: ἐπίσκοπο, πρεσβυτέρους, διακόνους, διακόνισσες, ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες, χῆρες, ἐξορκιστές, ὁμολογητές, παρθένους, καί ἴσως καί ἄλλα καινούρια διακονήματα σήμερα, ἐνδεδυμένους καί ἐνδεδυμένες τήν ἡμέρα τῆς λειτουργίας μέ τά λευκά τους φορέματα ἀλλά ἀκόμη λαμπρότερα "μέ τήν λαμπρότητα τῶν καλῶν ἔργων".

Δ. Μόσχος





[1] Ἐγκύκλιος Μακ. Ἀρχιεπισκόπου πρός τούς ἐφημερίους, α', περ. Ἐφημέριος, Ἰούνιος 2002, σ. 9.
[2] ὅ.π. σ. 10.
[3] ὅ.π. σ. 11.
[4] Ἰ. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θεία Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Ἀθῆναι 1965 (στό ἑξῆς Ἑνότης), σ. 17.
[5] J. Zizioulas, Ἐπισκοπή et Ἐπίσκοπος dans l´Église primitive, Irénikon 56 (1983) 484-502.
[6] Κανόνες Ἱππολύτου, ἐκδ. R.-G. Coquin, Les Canons d´ Hippolyte, Patrologia Orientalis 31, 2, Paris 1966, σ. 411.
[7] Διαταγαί Ἀποστόλων Β' 26: ΒΕΠΕΣ 2, σ. 35. Ἐνῶ οἱ διάκονοι εἶναι "ὡς ὁ Χριστός", οἱ πρεσβύτεροι "εἰς τύπον ἡμῶν τῶν ἀποστόλων ὑμῖν νενομίσθωσαν". Ἡ ρευστότητα στούς συμβολισμούς (ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ διάκονος εἰς τύπον Χριστοῦ;) δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νά γίνουν δεσμευτικές ἀναγωγές σέ ρόλους μέ βάση τυπολογίες καί εἰκόνες.
[8] De Virginitate sive De ascesi 13: H. Koch, Quellen zur Geschichte der Askese und des Mönchtums in der alten Kirche, Tübingen 1933, σ. 54.
[9] Γιά τή γενικώτερη προβληματική, A. Vööbus, Liturgical traditions in the Didache, Stockholm 1968, σ. 78-91.
[10] Διδαχή 14: ΒΕΠΕΣ 2, 220.
[11] Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστ. Ζ, 22, 8: ἐκδ. E. Schwarz [GCS 9, 1-2], Leipzig 1903, σ. 682.
[12] Γεροντικόν, Ἀββᾶ Ἀντωνίου 24.
[13] J. D. Zizioulas, The Development of Conciliar Structures to the Time of the First Ecumenical Council, Councils and the Ecumenical Movement, World Council of Churches (ἐκδ.) World Council of Churches Studies No 5, Geneva 1968, 34- 51.
[14] Διαταγαί Ἀποστόλων Β', 28, 4: ΒΕΠΕΣ 2, 36.
[15] .π. 47, 2: μν. ἔκδ. 47.
[16] .π. 47, 1:μν. ἔκδ. 46.
[17] Βλ. γιά τά θέματα αὐτά E. Wipszycka, Les Ressources et les activités economiques des églises en Egypte du IV’ au VIII’ siécle, [Papyrologica Bruxellensia, no. 10], Brussels 1972.
[18] Βλ. π.χ. Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τ. Α', Ἀθῆναι 1992, 59-78.
[19] A. Stewart-Sykes, Papyrus Oxyrhynchus 5: A prophetic Protest from Second Century Rome, στό E. Livingstone (ἐκδ.) Studia Patristica XXXI, Louvain 1997 196-205. Ὁλόκληρο τό κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: "τιν(     ) < ἄγγε>λος τοῦ πν(εύματο)ς τοῦ προφητ<ι>κοῦ κείμενος ἐπ'αὐτὸν πληροῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ πλησθεὶς ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ πν(εύματ)ι τῷ ἁγίῳ λαλεῖ καθώς Κ(ύριο)ς βούλεται. οὕτως φανερὸν ἔσται τὸ πν(εῦμ)α τῆς θειότητος. τὸ γὰρ προφητικὸν πν(εῦμ)α τὸ σωματεῖον ἐστιν τῆς προφητικῆς τάξεως, ἐστιν τὸ σῶμα τῆς σαρκὸς (ησο) Χ(ρισ)τ(οῦ) τὸ μιγὲν τῇ ἀνθρωπότητι διὰ Μαρίας. ὅτι δὲ <δια>δοχῇ δε<κτ>ικὸν ἐστί".
[20] U. Neymeyr, Presbyteroi bei Clemens von Alexandrien, στό Α. Camplani (ἐκδ.) L´Egitto cristiano, Aspetti e problemi in età tardo-antica [Augustinianum Studia 56], Roma 1997.
[21] Nemo ex vobis tardus sit in ecclesia, locus ubi docetur. Tunc dabitur ei qui loquitur ut dicat ea quae utilia sunt unicuique, et audies quae non cogitas, et proficies in iis quae spiritus sanctus dabit tibi per eum qui instruit. Hoc modo fides tua firmabitur super ea quae audieris. (Ἀποστολική Παράδοσις Ἱππολύτου, ἐκδ. Β. Botte, La tradition apostolique de saint Hippolyte, essai de reconstruction, Münster 1963, σ. 88).
[22] Διαταγαὶ Ἀποστόλων Η' Ι, 9-12: ΒΕΠΕΣ τ. 2, σ. 140.
[23] Γιά τήν προσωπική βίωση τῆς Γραφῆς ὡς ἕνα εἶδος ζωντανῆς ἑρμηνείας, βλ. D. Burton-Christie, The Word in the De­sert: Scripture and the Quest for Ho­liness in Early Christian Monasticism, NY 1993.
[24] Ἑνότης 122-134.
[25] Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστ. 7, 24-25: μν. ἔκδ. 684-686.
[26] Ἐπιτομή τοῦ Βιβλίου Η 1, 21: ΒΕΠΕΣ 2, 183.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτριος Ν. Μόσχος, Αναπληρωτής καθηγητής, ΕΚΠΑ