Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens

Ο σύγχρονος διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και οι δυσκολίες του.

Εκλαϊκευτικό άρθρο για το θέμα από τη σκοπιά του ιστορικού, που δημοσιεύθηκε στα Θρησκευτικά Αναγνώσματα της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος στις 5 Ιανουαρίου 2013


Ο σύγχρονος διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και οι δυσκολίες του.

1.      Η προεργασία

Ο σύγχρονος διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κινείται σ’ ένα πολύ διαφορετικό ιστορικοπολιτικό πλαίσιο από τις συνομιλίες που είχαν διεξαχθεί μεταξύ τους έως τον 20ο αιώνα. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αυτού οι σχέσεις έφεραν ακόμη τη σφραγίδα των γεγονότων της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1439) και των προσπαθειών της Ρ/Καθολικής Εκκλησίας τον 16ο αι. στο πλαίσιο της λεγόμενης Αντιμεταρρύθμισης να εφαρμόσει με κάθε μέσο αυτές τις αποφάσεις (που η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνώριζε) στις περιοχές που είχε πολιτική δύναμη (όπως την Ανατολική Ευρώπη ή αργότερα τη Μέση Ανατολή), ιδιαίτερα για να ισοφαρίσει την απώλεια δικαιοδοσίας στις περιοχές όπου είχε επικρατήσει η Μεταρρύθμιση. Έτσι, η μόνη εικόνα των σχέσεων ήταν η μόνιμη πίεση της Δύσης πάνω στην Ανατολή για να αποδεχθεί εκείνη την επιστροφή (reductio) στην εκκλησιαστική υποταγή στη Ρώμη, ακόμη και διατηρώντας όλη την εξωτερική της μορφή (λατρεία). Σ’ αυτό το πνεύμα έγινε η λεγόμενη Σύνοδος του Μπρέστ (1596) που εκβίασε την Ένωση στα πολωνικά εδάφη και ήταν η αρχή των ουνιτικών κοινοτήτων στην Ανατολική Ευρώπη (βλ. παρακάτω). Αρκετά αργότερα απολύθηκε η Εγκύκλιος In Suprema Petri του Πάπα Πίου Θ΄ το 1848 με την ίδια βασική λογική με αποτέλεσμα την απόρριψη από τους Πατριάρχες των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων). Το κλίμα βάρυνε ακόμη περισσότερο η σαφής αυταρχική στροφή (ως προς τη διδασκαλία) της Ρωμαϊκής Εκκλησίας υπό τον πάπα Πίο Θ΄ στην Α΄ Βατικανή Σύνοδο το 1870 με την ανακήρυξη του Αλαθήτου. Σε παρόμοια νοοτροπία κινούνταν και η έκκληση για Ένωση που απηύθυνε ο Πάπας Λέων ΙΓ΄ με την Εγκύκλιο Praeclara Gratulationis Publicae το 1894.
Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όμως αλλάζουν πολλά πράγματα στην παγκόσμια πολιτική και πνευματική κατάσταση. Η αρχή μιας οργανωμένης συνεργασίας ιεραποστολικών εταιρειών στον αγγλοσαξωνικό Χριστιανικό κόσμο που οδήγησε στο πρώτο ιεραποστολικό Συνέδριο στο Εδιμβούργο το 1910, η στροφή των Χριστιανικών Εκκλησιών σε μια κουλτούρα συνεννόησης, κατά το παράδειγμα της Κοινωνίας των Εθνών σε πολιτικό επίπεδο, ο ανανεωμένος θεολογικός προβληματισμός σε όλες, όλ’ αυτά θέτουν τις βάσεις για τη λεγόμενη Οικουμενική Κίνηση. Σ’ αυτήν συμμετέχει σύντομα και η Ορθόδοξη Εκκλησία, εν μέρει από πεποίθηση και εν μέρει από δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις στις μεγάλες χώρες με πολύν Ορθόδοξο πληθυσμό (Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, Κεμαλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) που την αναγκάζουν σε πολιτικές συνεννόησης με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Η αλλαγή αυτή ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η εσωτερική αυτή προετοιμασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που περιγράψαμε, εκδηλώθηκε τελικά σε μια σειρά αποφάσεων που ελήφθησαν σε Πανορθόδοξες Διασκέψεις στη Ρόδο το 1961 (Α΄), το 1963 (Β΄) και το 1964 (Γ΄) και όπου αποφασίσθηκε η έναρξη Διαλόγου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επί ίσοις όροις (Β΄) και η καλλιέργεια συνθηκών ενός πραγματικού θεολογικού διαλόγου (Γ΄). Η στάση αυτή συνάντησε μια ουσιαστική ανταπόκριση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όταν και οι εκεί συντελούμενες θεολογικές διεργασίες αποτυπώθηκαν στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965), που αποτελούσε μια σύγχρονη ανάγνωση του πνεύματος του αρχέγονου Χριστιανισμού, με το Διάταγμα Unitatis Redintegratio, το οποίο αναφερόταν σε Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθοδόξους ως «αδελφές Εκκλησίες». Την ίδια εποχή οι συναντήσεις του Πάπα Ρώμης Παύλου ΣΤ΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ (1964), η ιστορική άρση των Αναθεμάτων του 1054 (7/12/1965) και οι αμοιβαίες επισκέψεις το 1967 εμπέδωσαν το καλό κλίμα, ώστε η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Γενεύη το 1968 να αποφασίσει την έναρξη του «διαλόγου της αγάπης» ως προκαταρκτικού για τη διεξαγωγή κανονικού θεολογικού διαλόγου. Πράγματι, τα χρόνια που ακολούθησαν βάθυναν τη δυνατότητα διαλόγου με κινήσεις καλής θέλησης, όπως επιστροφές λειψάνων (αγίου Ανδρέα, Τίτου, Ισιδώρου, Κυρίλλου κ.ά. από το 1964 και εξής) και την επίσκεψη του πάπα Ρώμης Ιωάννη-Παύλου Β΄ στο Φανάρι το 1979 και αργότερα του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου στη Ρώμη το 1987.

2.      Το χρονικό των συναντήσεων

α. 1980-1990 Η ενθαρρυντική αρχή

Μια μεγάλη ομάδα σημαντικών θεολόγων και ιεραρχών ενεπλάκη στη δημιουργία μιας πολυπληθούς Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, στο ορθόδοξο τμήμα της οποίας ψηφίσθηκε ως πρόεδρος (δηλαδή Συμπρόεδρος της όλης Επιτροπής) ο Αυστραλίας Στυλιανός. Η Α΄ Γενική Συνέλευσή της έγινε στην Πάτμο και εν συνεχεία στη Ρόδο 29 Μαΐου έως 4 Ιουνίου 1980. Εκεί τέθηκε η ακολουθητέα μέθοδος και προετοιμάσθηκε η θεματική των επομένων συναντήσεων καθώς δημιουργήθηκε 16μελής Συντονιστική Επιτροπή και τρεις οκταμελείς Υποεπιτροπές με τα μισά μέλη από Ρωμαιοκαθολικούς και τα μισά από Ορθοδόξους. Επιδιώχθηκε να γίνει η αρχή με τα θέματα που ενώνουν τις δύο πλευρές και όχι αυτά που τις χωρίζουν, εν γνώσει του ότι ο Διάλογος κάποια στιγμή θα φθάσει και σ’ αυτά. Ιδιαίτερη δυσκολία που αργότερα θα απειλήσει να τορπιλίσει τελείως το Διάλογο ήταν η συμμετοχή μελών ανατολικοκαθολικών κοινοτήτων ή Καθολικών ανατολικού ρυθμού, δηλαδή της λεγόμενης Ουνίας (ή αλλιώς ελληνορρύθμων ή Ελληνοκαθολικών από την επωνυμία υπό την οποία αναγνωρίστηκαν στην παλαιά Αυστροουγγαρία). Πρόκειται για κοινότητες που υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης (και επομένως ανήκουν ουσιαστικά στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αλλά έχουν διατηρήσει τη λειτουργική πράξη, τη γλώσσα και γενικά όλα τα εξωτερικά στοιχεία της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής από την οποία προήλθαν. Οι κοινότητες αυτές που ξεκίνησαν να δημιουργούνται ήδη από την εποχή των Σταυροφοριών, υπάρχουν κυρίως στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη και θεωρούνται απαράδεκτη μορφή εκκλησιαστικής ένωσης από τους Ορθοδόξους. Η συμμετοχή τους αντιμετωπίσθηκε με Κοινή Δήλωση των Ορθοδόξων ότι αυτή δεν συνιστά νομιμοποίηση της πρακτικής της Ουνίας και ότι η πρακτική αυτή θα εξεταστεί στο μέλλον στο Διάλογο. Στη συνέχεια η Β΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής συνεδρίασε στο Μόναχο 30 Ιουνίου έως 6 Ιουλίου 1982 και επεξεργάσθηκε το θέμα που είχε ορισθεί στη συνάντηση της Ρόδου: «Το μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φώς του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος». Ενδιάμεσα η Επιτροπή είχε συνεδριάσει στη Βενετία (25-30/5/1981) και παραγάγει το λεγόμενο «κείμενο της Βενετίας» που απετέλεσε τη βάση για το κείμενο του Μονάχου. Στο κείμενο αυτό διατυπώνονται σημαντικές θέσεις για την κατανόηση του μυστηρίου της Εκκλησίας και του ρόλου της Θείας Ευχαριστίας σ’ αυτήν. Παρά ταύτα η Γ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής που συνήλθε στα Χανιά 30 Μαΐου έως 8 Ιουνίου 1984 και δούλεψε πάνω στο κείμενο που προέκυψε από τρεις μικτές υποεπιτροπές με θέμα: «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας» δεν προχώρησε ιδιαίτερα τον προβληματισμό, επειδή αυτός προκάλεσε αντιδράσεις. Το κείμενο συνέχισε να δουλεύεται και παρουσιάσθηκε στην Δ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, που συνήλθε στο Bari σε δύο φάσεις: από 29 Μαΐου έως 7 Ιουνίου 1986 και από 9 έως 16 Ιουνίου 1987. Κατά την α΄ φάση πύκνωσαν τα σύννεφα που είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται, καθώς το Βατικανό διοργάνωση έκθεση εικόνων «Σλαβομακεδονικής» τέχνης ξεσηκώνοντας αντίδραση μεταξύ των Ορθοδόξων για την έμμεση επέμβασή του σ’ ένα λεπτό εκκλησιαστικοπολιτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Επειδή, όμως, μεσολάβησε η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ της Γενεύης από 28 Οκτωβρίου έως 6 Νοεμβρίου 1986, μπήκε και πάλι σε τροχιά ο Διάλογος κι έτσι φθάσαμε στη β΄ φάση της Συνάντησης του Μπάρι και του αντίστοιχου κειμένου που εγκρίθηκε εκεί. Το κείμενο του Μπάρι επεκτείνει τον θεολογικό προβληματισμό του κειμένου του Μονάχου και μιλά για τους όρους μυστηριακής ενότητας της Εκκλησίας κάνοντας ευρύτερη χρήση της σκέψης των πρώτων μεγάλων Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Ακολούθησε η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου στη Ρώμη (3-7/12/1987) που βελτίωσε το κλίμα συνεργασίας. Η Ε΄ Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Μικτής Θεολογικής Επιτροπής πραγματοποιήθηκε στο Νέο Βάλαμο της Φινλανδίας 19 έως 27 Ιουνίου 1988 και επεξεργάσθηκε την έγκριση ενός Κοινού Κειμένου, που πραγματευόταν το εξής ζήτημα: «Το μυστήριον της Ιερωσύνης εν τη μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης της αποστολικής διαδοχής διά τον αγιασμόν και την ενότητα του λαού του Θεού». Αυτό είχε ήδη προαποφασισθεί στην Γ΄ Γενική Συνέλευση στα Χανιά και, όπως φαίνεται από τον τίτλο, το κείμενο αυτό εισέρχεται σε όλο και πιο δύσκολα και απαιτητικά θέματα πού δείχνουν και τις αποκλίσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού.

β. 1990-2000 Το εμπόδιο της Ουνίας

Η ΣΤ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, που συνήλθε 6 με 15 Ιουνίου 1990 στο Freising του Μονάχου, υπήρξε η αρχή μιας περιόδου παλινωδιών και σοβαρών εγκλωβισμών του Διαλόγου σε θέματα τρέχουσας εκκλησιαστικής πολιτικής που θα σημαδέψει όλη τη δεύτερη δεκαετία του Διαλόγου 1990-2000. Η πτώση των ανατολικών καθεστώτων μετά το 1989 επέφερε την νομική αναγνώριση των ανατολικοκαθολικών-ουνιτικών κοινοτήτων στην Ανατολική Ευρώπη και τις εξώθησε να διεκδικήσουν πίσω τις περιουσίες και τα δικαιώματά τους που είχαν στερηθεί από το προηγούμενο σύστημα, το οποίο τις είχε καταδιώξει με ιδιαίτερη σκληρότητα επειδή αποτελούσαν μια άμεση πολιτική και πολιτιστική προέκταση του δυτικού κόσμου στις χώρες τους και εκτιμούσε (ή τουλάχιστον διέδιδε) ότι δρούσαν υπονομευτικά σε κάθε αντίστοιχη χώρα. Το πρόβλημα εντοπιζόταν κυρίως στη Ρουμανία, την Πολωνία, την τότε Τσεχοσλοβακία και χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά υπήρχαν τέτοιες κοινότητες στη Μέση Ανατολή. Μεγάλες διαμάχες ξεκίνησαν για τη διεκδίκηση ναών καθώς πολλοί ανατολικοκαθολικοί κατηγορούσαν τους Ορθοδόξους για υφαρπαγή μέσα από συνεργασία με τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Έτσι, ξεκίνησε μια έντονη αντιπαράθεση που άνοιξε και χάσμα στο εσωτερικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ως προς τη στάση που θα έπρεπε να ακολουθήσει απέναντι σ’ ένα μέρος του ποιμνίου της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν συζητήθηκε το κείμενο «Εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της μυστηριακής φύσης της Εκκλησίας. – Συνοδικότητα και αυθεντία στην Εκκλησία» που είχε προετοιμασθεί στη Μόσχα στις αρχές του 1990 αλλά τέθηκε από τους Ορθοδόξους το πρόβλημα της Ουνίας. Βεβαίως, η Επιτροπή δεν ήταν τελείως απροετοίμαστη γιατί την ίδια εποχή μια Υποεπιτροπή είχε προετοιμάσει κείμενο στη Βιέννη, όπου απορριπτόταν η Ουνία ως «αποδεκτό μοντέλο ενότητος» της Εκκλησίας. Το κείμενο αυτό δουλεύτηκε στο Freising και τελικά η Ουνία αποδοκιμάστηκε ως παρελθόν, αλλά έπρεπε να διευθετηθούν τα του παρόντος. Καθώς το εσωτερικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συνέχισε να υποστηρίζει τις κοινότητες αυτές, και απαγόρευσε τη δημοσίευση των προαναφερθέντων κειμένων στο LOsservatore Romano, η Διορθόδοξη (δηλαδή αντιπρόσωποι όλων των Ορθοδόξων) Επιτροπή Διαλόγου συνήλθε στην Κων/πολη το Δεκέμβριο 1990 και προειδοποίησε ότι με το θέμα αυτό διακυβεύεται η συνέχιση του Διαλόγου. Η Μικτή Συντονιστική Επιτροπή του Διαλόγου που συνεδρίασε στην Ariccia της Ρώμης 10 με 15 Ιουνίου 1991 καταδίκασε εκ νέου την Ουνία και πρότεινε μερικά πρακτικά μέτρα για να διευθετηθούν τρέχουσες διαφορές. Όμως και πάλι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέσα από την Ειδική Συνέλευση της Συνόδου των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της στήριξε την Ουνία ως μορφή εκκλησιαστικής ενότητας («Διακήρυξη για την Ευρώπη») προκαλώντας την αντίδραση των Ορθοδόξων που κορυφώθηκε με Σύνοδο των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Φανάρι (13-15 Μαρτίου 1992) που κατήγγειλε την πρακτική αυτή και γενικώτερα τον προσηλυτισμό και ζήτησε να επικεντρωθεί ο Διάλογος στο ζήτημα αυτό.
Τελικά συνήλθε η Ζ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής στο Balamand του Λιβάνου από 17 έως 24 Ιουνίου 1993 και παρήγαγε ένα κείμενο που από τη μια καταδίκαζε οριστικά την Ουνία ως παράδειγμα ενότητος αλλά από την άλλη έκανε κάποιες εκκλησιολογικές παραδοχές και πρότεινε μέτρα προς διευθέτηση των διαφορών που σε κάποιο βαθμό την αναγνώριζαν. Αυτό προκάλεσε πολλές αντιδράσεις μέσα στους κόλπους των Ορθοδόξων αυτή τη φορά και απειλήθηκε σοβαρά η συνέχιση του Διαλόγου. Το αδιέξοδο έγινε σαφές όταν συγκλήθηκε η Η΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στο Emmitsburg της Βαλτιμόρης των ΗΠΑ από 9 έως 19 Ιουλίου 2000 για να εγκρίνει κείμενο που είχε παραχθεί από τη Μικτή Συντακτική Επιτροπή στη Ρώμη το 1997 και το 1998 (Ariccia) με θέμα «Οι εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της Ουνίας». Παρά τη στήριξη του κειμένου από τη Διορθόδοξη Επιτροπή του Διαλόγου, αυτό απορρίφθηκε από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά σε μεγάλο βαθμό επειδή χαρακτήριζε την Ουνία ως «ανώμαλη κατάσταση» εκκλησιολογικά.

γ. 2000-σήμερα: στροφή σε ζητήματα εκκλησιολογίας

Η κατάσταση με τις ανατολικοκαθολικές κοινότητες φαίνεται ότι ανέστειλε για ένα διάστημα τη διαδικασία του διαλόγου, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μια αναδίπλωση σε πιο σκληροπυρηνικές θέσεις και από την πλευρά του Βατικανού, όπως φαίνεται από την Διακήρυξη Dominus Jesus που δημοσιοποιήθηκε στις 6 Αυγούστου 2000 και που εγκατέλειπε τη θεωρία και ρητορική των «αδελφών Εκκλησιών» διατυπώνοντας τη θέση ότι η Εκκλησία της Ρώμης είναι ουσιαστικά η Μητέρα Εκκλησία και η συνέχεια της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας.
Μετά από αρκετό διάστημα η επόμενη Θ΄ Γενική Συνέλευση τοποθετείται στο Βελιγράδι μόλις το 2006, όπου αποφασίζεται η μελέτη του θέματος "Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Συνοδικότης και αυθεντία εν τη Εκκλησία εις τα τρία επίπεδα εκκλησιαστικού βίου: τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο" δίνοντας έτσι μια ώθηση στη μελέτη των δύσκολων σημείων κυρίως της εκκλησιολογίας που χωρίζουν τις δύο πλευρές (και που βέβαια εμπεριέχει το πρόβλημα της Ουνίας, αλλά δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό). Η στροφή αυτή επικυρώθηκε και με την ευλογία των δύο Προκαθημένων κατά την παπική επίσκεψη στο Φανάρι το Δεκέμβριο του 2006. Έτσι φθάνουμε στην προετοιμασία και τελικά τη σύνταξη και έγκριση κειμένου στην Ι΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής στη Ραβέννα της Ιταλίας (8-14 Οκτωβρίου 2007). Το κείμενο της Ραβέννας «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία» αποτελεί το σημαντικότερο κείμενο αυτής της περιόδου. Βέβαια, παρά τη σχετική πρόοδο που επιτελεί, η προσπάθεια και πάλι κατόπιν αναδιπλώνεται, όταν η συζήτηση φθάνει στο ρόλο του επισκόπου Ρώμης στην εκκλησιαστική κοινωνία κατά την πρώτη χιλιετία. Δυο υποεπιτροπές παρασκεύασαν κείμενο που συνέθεσε σε ένα μια δεκαεξαμελής Συντονιστική Επιτροπή. Το κείμενο έγινε αντικείμενο επεξεργασίας κατά την ΙΑ΄ Γενική Συνέλευση στην Πάφο το 2009 και κατόπιν στην ΙΒ΄ Γενική Συνέλευση στη Βιέννη στις 20-27 Σεπτεμβρίου 2010. Ταυτόχρονα, ομάδα εργασίας έχει αναλάβει να εκπονήσει ιστορική μελέτη για το ρόλο του επισκόπου Ρώμης, ώστε η συζήτηση να συνεχισθεί και να υπάρξει μια ολοκληρωμένη άποψη για το Πρωτείο. Στο σημείο αυτό αναμένονται πλέον οι περαιτέρω εξελίξεις, καθώς πρόσφατα (20-23 Νοεμβρίου 2012) συνεδρίασε στο Παρίσι η Συντονιστική Επιτροπή της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής που αποτελείται στο Ορθόδοξο τμήμα της από τους Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Συμπρόεδρο πλέον), Μητροπολίτες Σασίμων Γεννάδιο και Διοκλείας Κάλλιστο (Οικουμενικό Πατριαρχείο), Κένυας και Ειρηνουπόλεως Μακάριο (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας), καθηγητή Γεώργιο Γαλίτη (Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), Επίσκοπο Μπρανιτσέφ Ιγνάτιο (Σερβικό Πατριαρχείο), Μητροπολίτη Ιωσήφ (Πατριαρχείο Ρουμανίας), Κωνσταντίας Βασίλειο (Κύπρου) και Περιστερίου Χρυσόστομο (Ελλάδος).

3.      Τα κείμενα και η προβληματική τους

Η ιδιαιτερότητα του σύγχρονου Διαλόγου σε σχέση με το παρελθόν είναι η βασική μεθοδολογική του αρχή ότι, σε αντίθεση με όλη την προηγούμενη περίοδο μέχρι τον 20ό αιώνα, διεξάγεται «επί ίσοις όροις» χωρίς καμμία έξωθεν πολιτική ή άλλη άμεση πίεση και δεν αποσκοπεί στην κατίσχυση του ενός πάνω στον άλλο και την απροϋπόθετη επιστροφή του ενός στην υποταγή υπό τη δικαιοδοσία του άλλου, αλλά στην επίτευξη της ενότητας μέσα από τη θεολογική αξιολόγηση του κοινού παρελθόντος κατά την πρώτη κυρίως χιλιετία, όταν η Ανατολή και η Δύση ήταν ενωμένες.
Αν θελήσουμε να συμπυκνώσουμε τις εξελίξεις και τα παραχθέντα κείμενα, βλέπουμε ότι τα κρίσιμα είναι τα τρία πρώτα (Μόναχο-Μπάρι-Νέο Βάλαμο), κατόπιν στη δεύτερη δύσκολη περίοδο το αμφιλεγόμενο κείμενο του Μπαλαμάντ και, τέλος, στην τρίτη φάση το κείμενο της Ραβέννας του 2007. Το κείμενο του Μονάχου είναι σημαντικό γιατί υποδεικνύει τη στροφή που σημειώθηκε στο ύφος, το ήθος και τη μέθοδο που χαρακτηρίζει τη θεολογική συζήτηση μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Περιέχει βασικές παραδοχές για τη σχέση Ιησού Χριστού και Θείας Ευχαριστίας, το ρόλο του Αγίου Πνεύματος στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας και την έκφανσή της στη Θεία Ευχαριστία και ακόμα την εκκλησιολογική σημασία της Θείας Ευχαριστίας που μαζί με το Βάπτισμα και το Χρίσμα συγκροτεί την Εκκλησία, που είναι πλήρης σε κάθε τοπική της ευχαριστιακή συνάθροιση. Αυτή η συνάθροιση έχει εσχατολογική ταυτότητα καθώς αποτελεί φανέρωση της μελλούσης Βασιλείας, έχει κηρυγματικό χαρακτήρα καταγγέλλοντας το μυστήριο του Ιησού Χριστού και διακονικό χαρακτήρα προσφοράς. Επίσης, ο επίσκοπος διαδραματίζει έναν κεντρικό λειτουργικό ρόλο στη Θεία Ευχαριστία για να φανερώνει την ενότητα, ενώ κάθε τοπική Εκκλησία φανερώνει τη Μία Εκκλησία του Χριστού, εφ’ όσον βρίσκεται σε αδιάσπαστη συνέχεια πίστης με την πρώτη Εκκλησία των αποστόλων και κοινωνία με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες, όπως φαίνεται στα Δίπτυχα. Παρόλο που το κείμενο αυτό επικρίθηκε από κάποιους ως πολύ στοιχειώδες και άχρωμο, η σημασία του έγκειται στην αφομοίωση των τελευταίων εξελίξεων τότε στη χριστιανική θεολογία, όπως της ανάδειξης του εσχατολογικού χαρακτήρα και της εκκλησιολογικής ιδρυτικής διάστασης που έχει η Θεία Ευχαριστία και του ρόλου του επισκόπου (κάθε επισκόπου) σ’ αυτήν και άρα στην ενότητα της Εκκλησίας. Πρόκειται για αποτύπωση της λεγόμενης ευχαριστιακής θεολογίας την οποία ανέπτυξαν ορθόδοξοι θεολόγοι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, που δεν είναι όμως και άγνωστη στη ρωμαιοκαθολική θεολογία, όπως δείχνει ο προβληματισμός που είχε αναπτυχθεί στα λεγόμενα «Ευχαριστιακά Κογκρέσα» (συνάξεις) που διεξήγαγε παγκοσμίως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από τα τέλη του 19ου αιώνα ανά τακτά διαστήματα.
Το δεύτερο κείμενο, αυτό του Μπάρι 1987, εξειδικεύει τον θεολογικό προβληματισμό καθώς συνδέει τα μυστήρια (τη θεολογία των οποίων ανέπτυξε στο προηγούμενο) με το θέμα της πίστεως και τελικά της θεολογικής διδασκαλίας. Επισημαίνεται ότι η πίστη είναι «δωρεά του πνεύματος» που έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα και επομένως η κοινή πίστη στην Αποκάλυψη του Θεού είναι βασική για τη σωτηρία κάθε Χριστιανού. Κατόπιν παρουσιάζεται η σύνδεση της πίστης με τη λειτουργική έκφραση στα μυστήρια της Εκκλησίας («νόμος λατρείας είναι και νόμος πίστεως») και ιδιαίτερα στα τρία Μυστήρια που συγκροτούν τη μύηση και τη φανέρωση στο κοινό βίωμα της αληθείας, δηλαδή το βάπτισμα, το Χρίσμα και τη Θεία Ευχαριστία. Τονίζεται για μια ακόμη φορά ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος στα Μυστήρια και κατόπιν εξετάζεται η διατύπωση της πίστεως ως προϋπόθεση μετοχής στο Βάπτισμα, με τη μορφή των βαπτιστηρίων συμβόλων, του Νικαίας-Κων/λεως στην Ανατολή (του γνωστού μας «Πιστεύω» δηλαδή) και του λεγόμενου «Αποστολικού» στη Δύση. Αφού διατυπώνονται μερικές βασικές προϋποθέσεις κοινής πίστης επισημαίνεται ότι μικρές διαφορές στη διατύπωση μπορούν να υπάρχουν, αρκεί να εξετάζεται, πώς η εξέλιξή τους επηρεάζει τη διαφορετική θεολογική σκέψη των δύο πλευρών. Κατόπιν παρουσιάζονται αναλυτικά οι τελετουργικές διαφορές στην τέλεση του βαπτίσματος και του Χρίσματος και επισημαίνονται οι δυσκολίες και τα προς διερεύνηση ζητήματα και το κείμενο τελειώνει με την αναφορά των αποφασισθέντων στη Σύνοδο του 879-880, τελευταίας Συνόδου, όπου συμμετείχαν και οι δύο Εκκλησίες, και όπου διαλαμβάνεται ότι κάθε θρόνος διατηρεί «τα αρχαία έθη της παραδόσεώς του». Το κείμενο αυτό ενσωματώνει σημαντική θεολογική και λειτουργιολογική συζήτηση που απασχολούσε και τους Ρωμαιοκαθολικούς για τη σημασία της λειτουργικής πρακτικής στην αρχαία Εκκλησία και τη θεολογία της κι αυτό δημιουργεί ένα ακόμη βήμα προς μια κοινή θεολογική κατανόηση των προβλημάτων.
Προχωρώντας στο κείμενο του Νέου Βάλαμο Φιλανδίας (1988) βλέπουμε ότι ο θεολογικός διάλογος καταπιάνεται μ’ ένα θέμα που ενέχει ακόμη περισσότερα σημεία διαφωνιών, δηλαδή το μυστήριο της ιερωσύνης. Αφού γίνει μια εισαγωγή όπου ξεκαθαρίζεται ότι η ιερωσύνη στην Εκκλησία καθιστά παρούσα την ιερωσύνη του Χριστού που εν Αγίω Πνεύματι τελεί το μυστήριο της σωτηρίας , παρουσιάζονται οι μορφές που παίρνει αυτό το μυστήριο στην οικονομία της σωτηρίας με το ρόλο των Δώδεκα Αποστόλων και των συνεχιστών τους. Κατόπιν εξηγείται η συνέχεια αυτού του ρόλου στα ιερατικά αξιώματα του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου. Ο επίσκοπος υπηρετεί την ευχαριστιακή πληρότητα του εκκλησιαστικού σώματος μαζί με τους πρεσβυτέρους και με τη σειρά του εντάσσει αυτή την πληρότητα στο σύνολο της κοινωνίας των υπολοίπων Εκκλησιών όταν χειροτονείται από δύο ή τρεις άλλους επισκόπους. Επίσης, έχει τη διακονία της έκφρασης των χαρισμάτων στην κοινότητα, ενώ αντίστοιχα χαρίσματα και λειτουργίες έχουν και οι άλλοι βαθμοί. Τονίζεται ότι παρά την προσφορά και τη σημασία των χαρισμάτων των γυναικών και οι δύο παραδόσεις δεν χειροτονούν στο ιερατικό αξίωμα γυναίκες, ενώ ο χαρακτήρας της ιερωσύνης είναι όμοια για Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς ανεξάλειπτος. Στη συνέχεια αναλύεται η έννοια της αποστολικής διαδοχής ως ιστορικής διαδοχής του συνολικού σώματος των αποστόλων (δηλαδή και των Δώδεκα) στις συγκεκριμένες κοινότητες, τις οποίες εκείνοι ευαγγελίστηκαν, και μέσω αυτών σε όλη την Εκκλησία. Η διαδοχή έχει επίσης το χαρακτήρα εμμονής στην αποστολική πίστη, αλλά και στη διακονία και θυσία. Η συλλογικότητα της κοινωνίας των αποστόλων φαίνεται και στην κοινωνία μεταξύ των επισκόπων που εκφράστηκε με πολλούς τρόπους και ιδιαίτερα με τον επισκοπικό θεσμό. Αναφέρονται κατόπιν οι κανόνες τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων που γίνονται αποδεκτοί και από τις δύο παραδόσεις και επεξηγούν τους μηχανισμούς λειτουργίας των Συνόδων. Αφήνεται ως επόμενο και σοβαρό θέμα προς συζήτηση το πρωτείο στη συνοδική διαδικασία και ειδικά το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό τα βήματα που επιτελέσθηκαν ήταν πραγματικά σημαντικά, αλλά επηρεάστηκαν αρνητικά από τις εκκλησιαστικοπολιτικές εξελίξεις. Όχι μόνο η πίεση που ασκούσαν οι ανατολικοκαθολικές κοινότητες στο Βατικανό ήταν μεγάλη, αλλά και η ίδια η στάση του Βατικανού έκανε μια παποκεντρική αναδίπλωση αφού άρχισε να ξαναχρησιμοποιεί μοναρχικούς όρους, να τονίζει τους τίτλους του παπικού πρωτείου κλπ. Μετά από τη δύσκολη τριετία 1990-1993, που περιγράψαμε παραπάνω, προέκυψε τελικά το κείμενο του Μπαλαμάντ το 1993. Όσον αφορά αυτό το κείμενο, αυτό αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις ακριβώς επειδή έπρεπε να πάρει συγκεκριμένες θέσεις για ένα συγκεκριμένο πρακτικό πρόβλημα, οπότε και έπρεπε να γίνουν τομές για τις οποίες οι δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμες. Πράγματι, ενώ επαναλήφθηκε η απόρριψη της Ουνίας ως αποδεκτού μοντέλου ενότητας, όπως διαλαμβανόταν στα κείμενα του Freising και της Ariccia, τώρα δεν ζητούνταν από τις ανατολικοκαθολικές κοινότητες να ενταχθούν οριστικά σε μια από τις δύο Εκκλησίες (όπως σ’ εκείνα), αλλά να συμμετάσχουν απλώς στον γενικότερο διάλογο. Παράλληλα, συνυπογράφηκε η παραδοχή ότι η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποτελούν «αδελφές Εκκλησίες» με αναγνώριση των μυστηρίων τους και απαγόρευση του αμοιβαίου αναβαπτισμού καθώς και του προσηλυτισμού. Μολονότι ο αναβαπτισμός είχε εισαχθεί σχετικά πρόσφατα και μονομερώς στο Πατριαρχείο Κων/λεως (το 1755), η απαγόρευσή του στη συγκεκριμένη συνάφεια έδινε την αίσθηση ότι γινόταν επειδή αναγνωριζόταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις.
Μετά την μερική απορρόφηση των κραδασμών που δημιούργησε αυτό το κείμενο και αφού πέρασαν αρκετά χρόνια αναδίπλωσης, ο Διάλογος στράφηκε τελικά μετά την συνάντηση στο Βελιγράδι το 2006 στο ευρύτερο θεολογικό ζήτημα των εκκλησιαστικών και κανονικών συνεπειών της μυστηριακής φύσης της Εκκλησίας, όπως αυτή είχε αναπτυχθεί στα πρώτα κείμενα. Υπ’ αυτή την έννοια το κείμενο της Ραβέννας που προέκυψε τελικά το 2007 πρέπει να ιδωθεί ως προέκταση και ανάπτυξη των θέσεων που περιέχουν τα τρία πρώτα κείμενα (Εκκλησία, πίστις και μυστήρια, ιερωσύνη) επικεντρώνοντας στον εκκλησιολογικό ρόλο του κλήρου και ειδικά των επισκόπων. Η εκκλησιολογία της Ραβέννας είναι πολύ σημαντική γιατί οριοθετείται ο όρος «συνοδικότητα» που περιλαμβάνει κάθε σύναξη επισκόπων υπό τον Πρώτο χωρίς να εισάγει ανισότητα στις τοπικές Εκκλησίες που λειτουργούν με τις συνόδους αυτές. Καθορίζει την αυθεντία που δίνεται με τη χειροτονία ως λειτουργία που συνδέει τον επίσκοπο και τον κλήρο με την τοπική κοινότητα που διακονούν. Οριοθετεί την Εκκλησία του Θεού ως κοινότητα στηριγμένη στην ευχαριστιακή σύναξη και τον προεστώτα της και, τέλος, ορίζεται η ισότητα και ανεξαρτησία των επιμέρους συνόδων, που δεν μπορούν να υπεισέλθουν η μία στα της άλλης. Το κείμενο αυτό συνιστά μια μεγάλη πρόοδο στον Διάλογο γιατί η Ρ/Καθολική Εκκλησία βλέπει πιο παραγωγικά τις σχέσεις με την Ορθόδοξη και σε κάποιο βαθμό αντιστρατεύεται την Διακήρυξη Dominus Jesus του 2000. Θέτει, επίσης, την ατζέντα για την περαιτέρω έρευνα των θεμάτων που κινούνται κυρίως γύρω από την έννοια του Πρωτείου και το ρόλο του μέσα στην ιστορία.

4.      Προοπτικές και δυσκολίες

Ανασκοπώντας τα επιτεύγματα του Διαλόγου και τα παραχθέντα κείμενα πρέπει να συμπεράνουμε ότι όσο ο Διάλογος κινείται στην προσεκτική εξέταση και οριοθέτηση θεωρητικών θεμάτων επιτυγχάνει πολύ καλά αποτελέσματα διαμορφώνοντας μια θετική δυναμική συναντίληψης στην κατανόηση των θεολογικών διαφορών. Αντίθετα το επεισόδιο με τα ζητήματα της Ουνίας έδειξε πόσο δύσκολο είναι παγιωμένες εκκλησιαστικές πρακτικές, μακρά ιστορία συγκρούσεων και πολιτικές επιπλοκές να αντιστραφούν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και να αλλάξουν άρδην. Έτσι, δημιουργήθηκαν συγκρούσεις που πισωγύρισαν αρκετά την πορεία του Διαλόγου. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για εσωτερικές κινήσεις που γίνονται στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και δείχνουν πόσο δύσκολο θα είναι ό,τι αποφασισθεί, να γίνει σύντομα πράξη. Τέτοιες κινήσεις είναι π.χ. η συνεχιζόμενη στήριξη των ανατολικοκαθολικών, η απάλειψη του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσεως» από τους τίτλους του παπικού αξιώματος το 2006 (που υπαινίσσεται ότι το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης δεν εντάσσεται στο παραδοσιακό σχήμα της αρχαίας Πενταρχίας των Πατριαρχών και άρα επανεισάγει παπική μοναρχία) κ.ά.
Σε θεωρητικό επίπεδο πρέπει να εντάξουμε στα επιτεύγματα των κειμένων:
·         την έντονη πνευματολογική διάσταση που έχει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας και η βάση της Εκκλησίας και των Μυστηρίων της (Μόναχο Α 5, Μπάρι 7· 15-16· 39, Βάλαμο 6-14· 28, Ραβέννα 6· 13· 20-21) στοιχεία που ξεπερνούν την παθογένεια του λεγόμενου Χριστομονισμού που περιείχε η εκκλησιολογία της Ρώμης (δηλ. το σχήμα Πατέρας – Υιός – βικάριός του γίνεται Πατέρας – Υιός – Πνεύμα – σύνολο της Εκκλησίας),
·         τη διακήρυξη της ισότητας του επισκοπικού αξιώματος και την χειροτονία του επισκόπου από συλλογικό σώμα (Βάλαμο 25-29·33-41),
·         την εμπέδωση των προϋποθέσεων συνοδικότητας (και άρα την υπονόμευση των παπικών υπερεξουσιών στη σύγκληση Συνόδων, Βάλαμο 52-54, Ραβέννα 9-10, 19-43),
·         την αποδοχή της αποστολικής διαδοχής όχι μόνο μέσω του πρωταρχικού ρόλου του Πέτρου αλλά του συνόλου του αποστολικού συλλόγου για το σύνολο των επισκόπων (Μόναχο Γ 4, Βάλαμο 44-50),
·         την υπέρβαση της κληρικοκρατίας που χαρακτήριζε τη Δύση (Βάλαμο 31-33·35, Ραβέννα 20-21),
·         τη βεβαίωση του Συμβόλου της πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ως αστασίαστου κριτηρίου ορθοδοξίας (Μπάρι 20-21),
·         την επίκληση του Αγίου Πνεύματος στη Θεία Ευχαριστία (παλαιά σημαντική διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μόναχο Α5γ· 6),
·         την επαναβεβαίωση της σημασίας της Συνόδου του 879-880 (Μπάρι 53, Βάλαμο 52),
·         τη θεολογική σημασία της μετάληψης όχι μόνο Σώματος αλλά και Αίματος του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία (Μόναχο Α 5δ, Β 3),
·         τη χρήση του όρου «μεταβολή» για τα Τίμια Δώρα που γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού με αντίστοιχη αποφυγή της παλαιάς ορολογίας περί «μετουσιώσεως» που δεν αποδέχονταν οι Ορθόδοξοι ως προϊόν της δυτικής σχολαστικής θεολογίας του Μεσαίωνα (Μόναχο Α5γ).
Οπωσδήποτε, δεν συζητιούνται ή συζητιούνται υποτονικά κλασικά σημεία θεολογικής διαφωνίας με πρώτο και σημαντικότερο το filioque (την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού), ή ακόμα και τη θεωρία περί Καθαρτηρίου Πυρός, το Δόγμα της Ασπίλου Συλλήψεως κλπ. Συγκεκριμένα υπάρχει μια ήπια διατύπωση για το Άγιο Πνεύμα ως «εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον» (Βάλαμο 6) ή ότι το Πνεύμα «εκδηλούται δια του Υιού» (Μόναχο Α 3), που είναι στην ουσία τους και ορθόδοξες θέσεις, αλλά οπωσδήποτε δεν τέθηκαν στη θεολογική συζήτηση τέτοια ζητήματα. Αυτό οδήγησε ορθόδοξους επικριτές του Διαλόγου και των κειμένων να θεωρούν ότι αυτή η πρόταξη στοιχείων ορθόδοξης εκκλησιολογίας στη συζήτηση ήταν λανθασμένη, επειδή οδηγεί σε ουσιαστική εφαρμογή τους στην κατανόηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με την οποία μας χωρίζουν τα θεολογικά ζητήματα που δεν συζητήθηκαν. Αυτά κατά τη γνώμη τους έπρεπε να προηγηθούν. Πράγματι, όπως είπαμε και στην αρχή ο Διάλογος αυτός είχε μια μέθοδο συνειδητά και εκπεφρασμένα διαφορετική από τους προηγούμενους. Είναι, όμως, φανερό ότι αυτή η αντιστροφή έδωσε μια ουσιαστική δυνατότητα που δεν υπήρχε πριν: να αναζητηθεί και να επανανακαλυφθεί ο τρόπος επιλύσεως θεολογικών διαφορών, γιατί αυτό είναι που πρωτίστως λείπει. Αν συμφωνούμε στη διαδικασία μπορούμε να συζητήσουμε την ουσία. Αν διαφέρουμε στη διαδικασία, τότε οποιαδήποτε συζήτηση επί της ουσίας των ζητημάτων θα είναι άκαιρη και άκυρη. Πιο συγκεκριμένα αν η διαδικασία υπαγορεύεται από τη συνοδική λογική των Ρωμαιοκαθολικών που εξαρτάται με τη σειρά της από την απόλυτη εξουσία του Πάπα, τότε οποιαδήποτε συμφωνία μπορεί να ανατραπεί από μια άλλη παπική απόφαση. Αντίθετα, αν τεθεί το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης σε αμοιβαία αναγνωρισμένα κανονικά πλαίσια, τότε μπορεί με περισσότερη ασφάλεια να συζητηθεί οποιοδήποτε θεολογικό ζήτημα. Από την πλευρά αυτή το εγχείρημα έχει πολλά θετικά μέχρι στιγμής.
Ατενίζοντας, όμως, το μέλλον του Διαλόγου δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε και σοβαρές δυσκολίες.
·         Η σημαντικώτερη είναι η προϊούσα γραφειοκρατικοποίηση της διαδικασίας που οδηγεί στην εμπλοκή λίγων ειδικών, που παρασκευάζουν μεν πολύ καλά και εμβριθή θεολογικά κείμενα, αλλά δεν φθάνουν τις ζυμώσεις και την αναζήτηση στο επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας των απλών πιστών των δύο πλευρών, που αριθμούν πολλά εκατομμύρια, κατανοούν πολύ λίγα πλέον από την ειδική θεολογική γλώσσα και είναι αρνητικά προκατειλημμένοι απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής των κρατούντων ειδικά στις μέρες μας που η ανασφάλεια και ο φόβος απέναντι στον υπαρκτό κίνδυνο ισοπέδωσης πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων και μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια.
·         Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι πολύ μεγάλη και διαπερνάται από πολλά κέντρα εξουσίας, ιστορικές δεσμεύσεις και, εν τέλει, ακόμη και οικονομικά συμφέροντα. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, αυτός ο μηχανισμός που έχει δημιουργηθεί μετά από πολλούς αιώνες να αλλάξει σε δομικά του σημεία τόσο νευραλγικά, όπως π.χ. το παπικό πρωτείο, εν μέσω τόσο πολύπλοκων και μεταβαλλόμενων ιστορικών συγκυριών. Τα συμβάντα της δεκαετίας 1990-2000 το αποδεικνύουν.
·         Επιπλέον, ο ρωμαιοκαθολικός κόσμος αντιμετωπίζει ποικίλα και πολύ διαφορετικά προβλήματα, εκ των οποίων η σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί μικρό μόνο τμήμα. Οι νέες ενθουσιαστικές σέκτες στις νέες χώρες (Αφρική, Ασία, Λατινική Αμερική) εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό σε περιοχές με ρωμαιοκαθολικό πληθυσμό και τον επηρεάζουν αισθητά. Οι θεολογικές συζητήσεις σ’ αυτές τις περιοχές είναι ήδη μια ακατανόητη πολυτέλεια και το εκκλησιολογικό ζήτημα μια απλή διαχείριση εξουσίας στο πεδίο του συμβολικού. Η πίεση αυτών των σεκτών έχει κάνει την εμφάνισή της και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
·         Αντίστοιχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία διαφαίνεται σοβαρό έλλειμμα συντονισμού και συναντίληψης που μεγαλώνει από τη μόνιμη παθογένεια της υπερίσχυσης των εθνικών και πολιτικών μεριστικών δεδομένων των κατά τόπους ορθόδοξων εθνών και κρατών επί των κανονικών εκκλησιολογικών αρχών που εγγυώνται την ενότητα της Εκκλησίας.
Παρά ταύτα η ενότητα της Εκκλησίας ως άρθρο πίστεως δεν μπορεί παρά να αποτελεί το στόχο κάθε Χριστιανού, και επομένως και μόνο εξ αυτού του λόγου ο Διάλογος είναι επιβεβλημένο να συνεχιστεί και να φέρει ουσιαστικούς καρπούς, ελπίζοντας στην Χάρη που κατέρχεται από αυτό που καλείται αυτός ο Διάλογος να υπηρετήσει και που αναπληρώνει σε πολλές περιπτώσεις τις ανθρώπινες αδυναμίες και ελλείψεις.

Βιβλιογραφία

Από την πληθώρα των σχετικών δημοσιεύσεων πιο ευσύνοπτες για τον μη ειδικό αναγνώστη είναι οι εξής:

Χρυσοστόμου-Γερασίμου Ζαφείρη (Μητρ. Περιστερίου), Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, Ο αρξάμενος θεολογικός διάλογος, Αθήναι 1981
Γρηγορίου Μ. Λιάντα, Διορθόδοξος Διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή των δύο Εκκλησιών στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών, Θεσσαλονίκη 2005
Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Αξιολόγηση και προοπτικές του Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εξ επόψεως ορθοδόξου», στο του ίδιου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 295-340.
Αντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), Θεσσαλονίκη/Αθήνα 1996

Χρυσοστόμου-Γεωργίου Σαββάτου (μητρ. Μεσσηνίας), Θεολογική προσέγγιση του κειμένου της Ραβέννας, περ. Εκκλησία 8 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2009) 544-548

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτριος Ν. Μόσχος, Αναπληρωτής καθηγητής, ΕΚΠΑ