Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens

Οικονομία και Ύστερη Νεωτερικότητα: Προς αναζήτηση προσώπου

Ὁμιλία σέ ἡμερίδα πού διοργάνωσε στίς 30 Ἰανουαρίου 2010 τό Κέντρο Νεότητος Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί δημοσιεύθηκε στόν τόμο Γιά μιά οἰκονομία μέ ἀνθρώπινο πρόσωπο, Ἀθήνα 2011, σ. 101-112. Δείτε το κείμενο σε ἡλεκτρονική μορφή ἐδῶ

Οικονομία και Ύστερη Νεωτερικότητα: Προς αναζήτηση προσώπου

            Θα ήταν προφανώς κοινοτοπία να ξεκινήσουμε με την παρατήρηση ότι η σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα φαίνεται να καθορίζεται από τα οικονομικά δεδομένα. Αυτός ο καθορισμός έχει μια μακρά φιλοσοφική ιστορία πίσω του. Αυτό που ιδιαίτερα χαρακτήρισε το πέρασμα από τη μεσαιωνική σκέψη στους νέους χρόνους κι έγινε σαφές την περίοδο της Αναγέννησης είναι η νίκη της μαθηματικής περιγραφής του κόσμου έναντι της λογικής αναγωγής σε κατηγορίες ποιοτικών αλλαγών, που κυριαρχούσε μέχρι τότε με βάση τη σπουδή στην αυθεντία του Αριστοτέλους. Μετά την Αναγέννηση παρατηρείται μια στροφή στον Πλάτωνα και στην πεποίθηση ότι η μαθηματική σκέψη εξηγεί ορθότερα τον κόσμο. Ο πόλεμος και η ιατρική από τέχνες μετατρέπονται σε μαθηματικές επιστήμες. Την υγεία ή την ασθένεια ενός ανθρώπινου σώματος την καθορίζουν διάφορες αριθμητικές τιμές χημικών συστατικών του, ο άνθρωπος «μοντελοποιείται» μαθηματικά για να εξετασθεί από το γιατρό. Σε μια τέτοια κατεύθυνση ακραίας μορφής πλατωνικής μαθηματικοποίησης της ανθρώπινης κοινωνίας στην οποία συνέβαλαν και οι εμπειριοκρατικές αντιλήψεις του αγγλοσαξωνικού κόσμου (όπου βρισκόταν και η αγγλική πολιτική οικονομία) έφθασε και η ευρυθμία, ακόμη και η ευνομία, μιας κοινωνίας να εξαρτάται από το ποσοστό χρέους, παραοικονομίας, ελλειμάτων, παγίων κεφαλαίων κλπ. επί ενός ολίγον μυθικά κατανοούμενου μεγέθους που λέγεται Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης ή της ισότητας αποδίδεται μ’ έναν έξυπνο μαθηματικό τύπο, που δείχνει το ποσοστό του πληθυσμού με ανώτατο και κατώτατο εισόδημα στο γενικό σύνολο ή τη διασπορά του συνόλου της ακίνητης περιουσίας στον γενικό πληθυσμό κλπ.
Στην οικουμενική ηθική, την οποία υπό το βάρος των παγκόσμιων εξελίξεων προσπαθούμε να απεργασθούμε, βλέπουμε αυτά τα ζητήματα από οπτική χρηστική, οπτική που συνάδει με την ποσοτική ερμηνεία της κοινωνίας. Το δόγμα «Η απληστία είναι καλή» ή «ένα αόρατο χέρι κατευθύνει την αγορά» που κυκλοφορούσαν μέχρι πριν λίγο, αντικαταστάθηκαν πιο πρόσφατα από «προοδευτικές» θεωρήσεις του τύπου «το μικρομεσαίο εισόδημα πρέπει να προστατευθεί για να τροφοδοτηθεί η ζήτηση» ή «μια γενικευμένη χρεωκοπία δεν θα ωφελήσει κανέναν» ή «λιγότερος ανταγωνισμός και περισσότερη αλληλεγγύη φέρνουν περισσότερη βιώσιμη ανάπτυξη» κλπ. Κοινό, όμως, χαρακτηριστικό και των δύο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις αποτιμούμε την πρόοδο της κοινωνίας με ποσοτική μεγέθυνση. Στο παρόν κείμενο αυτή ακριβώς η ποσοτική προσέγγιση είναι που θα αμφισβητηθεί.
            Πράγματι, πίσω από το πρόβλημα των αριθμών υπάρχει το πρόβλημα που αφορά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, υλικών και άυλων (αυτό που συγκροτεί τον πολιτισμό και που η σύγχρονη ανθρωπολογία χαρακτηρίζει σύνολο σημείων και συμβόλων που συνδέουν ορατές και αόρατες διαστάσεις, δηλαδή όχι τα μέσα παραγωγής κλπ. αλλά το λεγόμενο φαντασιακό)[1]. Με λίγα λόγια τίθεται όχι απλά το πρόβλημα των ανθρώπων, αλλά της ταυτότητάς τους. Έτσι, είναι ευνόητο ότι η μαθηματικοποίηση είναι χρησιμότατη σαν εργαλείο για μια ευρύτερη ανάλυση, αλλοίμονο όμως αν περιορίσουμε σ’ αυτό το εργαλείο τη συνολική θέαση της κοινωνίας και την κριτική απέναντί της. Αυτή η κριτική πρέπει να γίνεται και με κριτήρια ποιοτικά, όπως το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας, τη δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων, που περιλαμβάνουν την αγάπη και τη θυσία, την πάλη κατά της απειλής του θανάτου (σε όλες τις μορφές του) και αντίστοιχα την απαίτηση για σωτηρία (όπως κι αν την ορίζει κάθε σύστημα πεποιθήσεων), το αίσθημα δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας. Θα δούμε τρεις παραμέτρους των σχέσεων που αλλοιώνονται μέσα από την επίδραση του «ποσοτικού» μοντέλου της οικονομίας πάνω στην κοινωνία.

  1. Το όνειδος της φτώχειας

Ο σημερινός άνθρωπος εκπαιδευόμενος και χειραγωγούμενος από θεσμούς όπως την Εκπαίδεση, τα ΜΜΕ κλπ. ως μέλος της κοινωνίας των πολιτών μαθαίνει να διεκδικεί το ψωμί του. Η διεκδίκηση θεωρήθηκε μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση σύμφυτη με το πέρασμα του ανθρώπου στο νεωτερικό κοσμοείδωλο. Το «τόλμησε να γνωρίσεις» (sapere aude) που πρόβαλε ως γνώρισμα του ορισμού του για τον Διαφωτισμό ο Ιμμάνουελ Καντ συμποσώθηκε κατά την μεγάλη ανάπτυξη του Καπιταλισμού σε «τόλμησε να αποκτήσεις». Πόσο ουσιαστικά προοδευτικό είναι όμως αυτό; Κατά την περίοδο της πρώτης αποικιοκρατικής επέκτασης και συσσώρευσης, η κτήση θεωρήθηκε η συμπύκνωση της προόδου. Το γεγονός ότι οι λιγότερο ευνοημένοι προλεταριοποιημένοι εργάτες δεν μετείχαν στην κτητική αυτή κοινωνία αντιμετωπίσθηκε με μια σκληρότατη αλλά αναγκαία αντιπαράθεση, που τη βοήθεια των κολλεκτιβιστικών συστημάτων ανάμεσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους ένθεν-κακείθεν (διευθυνόμενες οικονομίες με βάση διάφορες ιδεολογίες και όχι μόνο τον Μαρξισμό-Λενινισμό), τις φοβερές συγκρούσεις κλπ έφερε μια κάποια εξισορρόπηση με τη μαζικοποίηση της τεχνολογίας και το κράτος πρόνοιας, στο β΄ μισό του 20ού αιώνα. Μέσα από τη μαζική ένταξη και των χωρών με διευθυνόμενες οικονομίες στην οικονομία και την ιδεολογία του ελεύθερου ανταγωνισμού η αντιπαράθεση πήρε εξατομικευμένες μορφές. Ο σημερινός άνθρωπος μαθαίνει να βελτιώνει τις συνθήκες δουλειάς του, να γίνεται παραγωγικότερος και να αντιμετωπίζει ατομικά τις προκλήσεις. Όσο καλά κι αν τις αντιμετωπίζει, όμως, έχει παραδοθεί σε μια επικίνδυνη αυταπάτη. Το να έχει περισσότερα οδηγεί προφανώς σ’ ένα κοινωνικό εθισμό, διότι πάντα κάποιος έχει περισσότερα και είναι καλύτερος. Η πρόοδος του Άλλου είναι απειλητική, επειδή εγείρεται το ερώτημα τι ρόλος, τι ταυτότητα επιφυλάσσεται σ’ αυτόν που έρχεται δεύτερος. Στις σημερινές συνθήκες με την επιταχυνόμενη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Σ’ αυτά τα δεδομένα η ανεργία, η αντιπαραγωγική στάση είναι ένα όνειδος για την κοινωνία. Ακόμη χειρότερο όνειδος είναι όμως η φτώχεια. Αν σκεφθεί κανείς τους τρόπους μέτρησης των σημερινών οικονομιών ο σημερινός άνθρωπος δεν επιτρέπεται να είναι φτωχός, αφού πολλώ μάλλον δεν του επιτρέπεται ούτε καν να αποταμιεύει. Ο σημερινός άνθρωπος έχει σημασία, έχει ταυτότητα, όταν καταναλώνει, όταν δανείζεται για να αγοράσει, όταν χρησιμοποιεί πιστωτικές κάρτες, που είναι ο τρόπος πληρωμής των «αξιοπρεπών» ανθρώπων σε σχέση με τα ανυπόληπτα μετρητά, που μπορεί να είναι και προϊόν εγκληματικών δραστηριοτήτων. Κατόπιν πρέπει να βρει τρόπους να αποπληρώνει (αργά και βασανιστικά) τις δόσεις του. Αλλά ένας άνθρωπος που είναι φτωχός, είναι ένας άνθρωπος χωρίς θέση στην κοινωνία. Δεν είναι χρήσιμος σε κανέναν. Έτσι, το «κοινόν» ως τόπος συνάντησης της υπαρξιακής ετερότητας γίνεται η αγορά με τη σύγχρονη κι όχι την αρχαία ελληνική έννοια. Μια αγορά που παίρνει την όψη μαρτυρίου του Σισύφου: η μόνιμη φυγή από τη φτώχεια με τη μορφή αργής κύλισης του βαρύτατου χρέους μέχρι την κορυφή απ’ όπου θα ξανακυλίσει πάλι στη βάση για μια καινούργια επώδυνη (αν και απατηλά ευφορική στην αρχή) καταβύθιση στην κοινωνικά απαιτητή σπατάλη.
            Απέναντι σ’ αυτά, η θεώρηση του Ευαγγελίου εμφανίζεται να είναι απλά άφωνη. Επισημαίνουμε ότι ο Ιησούς Χριστός με το κήρυγμά του όχι απλά αποενοχοποίησε τη φτώχεια αλλά της έδωσε ένα ιδιαίτερο πνευματικό νόημα: οι «απεστερημένοι» των κοινωνικών αγαθών θα προτιμηθούν από το Θεό στην κλήση της Βασιλείας. Το βάρος δεν πέφτει στο Έχειν, αλλά στις μύχιες όψεις του Είναι[2], δηλαδή στις προθέσεις (βλ. τό δίλεπτο της χήρας). Ο Ίδιος ο Κύριος έζησε μη έχων «την κεφαλήν κλίναι». Καταβλήθηκαν, επίσης, τιτάνιες προσπάθειες από την πρώτη Εκκλησία για να μην καταφρονούνται οι «πτωχοί» στις κοινές τράπεζες, όπου βεβαιωνόταν η ελπίδα της δευτέρας ελεύσεως του Μεσσία. Αργότερα, μεγάλοι επίσκοποι και Πατέρες, όπως ο Μέγας Βασίλειος πάλεψαν για το ψωμί των φτωχών (στους οποίους εκ καταγωγής δεν ανήκαν) κινητοποιώντας ποικιλοτρόπως τους πλούσιους γαιοκτήμονες. Ο μοναχισμός από την άλλη ήταν μια κίνηση που συνειδητά έδωσε στη φτώχεια το πνευματικό και συμβολικό νόημα που ερχόταν από το χριστιανικό Ευαγγέλιο. Έτσι ο φτωχός άνθρωπος (του χωριού συνήθως), ο απαίδευτος από ελληνική παιδεία, που δεν συμμετείχε στους τρόπους και τους θεσμούς της πόλης απέκτησε την αξιοπρέπεια και την ταυτότητά του. Αυτό φαίνεται και στην πλούσια γραμματεία γύρω από μοναστικές ιστορίες της ερήμου που σε μεγάλο βαθμό ενσωματώθηκε και στα «σοβαρά» ιστορικά εγχειρίδια του 5ου αιώνα, που γράφονταν από την ελληνορωμαϊκή ελίτ (Σωκράτης Σχολαστικός κλπ.) και είχε ήρωές της ανθρώπους του τότε γεωγραφικού, οικονομικού και κοινωνικού περιθωρίου[3]. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κοινωνική φτώχεια απέκτησε την πνευματική διάσταση που θα επέτρεπε στην ελληνορωμαϊκή οικουμένη να επιβιώσει στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής, δημογραφικής και κοινωνικής κάμψης μετά τον 7ο αιώνα (για την οποία κάμψη δεν ευθύνεται τελικά ο Χριστιανισμός), αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό. Είναι δυνατόν σήμερα να δώσουμε την αξιοπρέπεια στη φτώχεια, ή τουλάχιστον τη λιτή αυτάρκεια, που χαρακτήριζε μέχρι πριν κάποια χρόνια τις περισσότερες εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού μας για να αποκαλύψουμε τους αποκεκρυμμένους θησαυρούς που έχει η διαμόρφωση ενός μη μετρήσιμου οικονομικά κοινωνικού ήθους;

  1. Οικονομία εναντίον Δημοκρατίας

            Ένα δεύτερο σημείο είναι το έλλειμμα δημοκρατίας, που οδηγεί σε απονοηματοδότηση της συμμετοχής στην αλλαγή της ιστορίας, μέσα από την πολιτική. Με απλά λόγια αισθανόμαστε όλοι ότι η ιστορία εξελίσσεται ερήμην μας. Αυτό προέρχεται και από το γεγονός ότι βρισκόμαστε και σ’ ένα σύστημα συγκεντροποίησης που ξεπερνά τα κράτη. Η βάση του διεθνούς οικονομικού συστήματος υπήρξε οι εθνικές οικονομίες, που δημιουργούν το πλαίσιο εμπιστοσύνης στη λειτουργία του, καθώς ως γνωστόν η οικονομία είναι μέγεθος ψυχολογικό. Αποτροπή πολέμων, σταθεροί όροι στο δίκαιο της αγοράς, αλλά και επικουρία του εθνικού κεφαλαίου στην επέκτασή του (αποικιοποίηση και ιμπεριαλιστική συμπεριφορά) ήταν πάντα η βάση για τη διεθνή οικονομική τάξη. Αυτό τώρα εξαφανίζεται καθώς τα κράτη ως μοχλοί οικονομικής πολιτικής χάνουν τη σημασία τους, ενώ ήταν απαραίτητα για την οργάνωση της ζήτησης σε σύνθετους τομείς της παραγωγής, που χρειάζονταν μακροχρόνιες επενδύσεις για διαρκή ανάπτυξη της τεχνολογίας[4]. Το αποτέλεσμα είναι να βρισκόμαστε σε μια οικονομικοτεχνική (όχι εδαφική) φεουδαρχοποίηση, διότι συγκεκριμένοι κλάδοι της οικονομίας κινούνται με μια δική τους (μη) λογική που επηρεάζεται από αντίστοιχα ολιγοπώλια/ολιγοψώνια, π.χ. το σύμπλεγμα αεροπορικές εταιρείες-αεροπορικές βιομηχανίες, το σύμπλεγμα υγείας (ιατρικής επιστήμης-φαρμακευτικών βιομηχανιών) κλπ. που διαβρώνουν τις επιμέρους δομές με φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής. Έτσι, όμως, η οικονομία μετατοπίζεται σε παραγωγική δράση που υπαγορεύεται από αποφάσεις που δεν λαμβάνονται με θεσμικά κατοχυρωμένες δημοκρατικές διαδικασίες εκ των κάτω, όπως αυτές που ορίσθηκαν την εποχή του πολιτικού φιλελευθερισμού (ψηφοφορίες, εκπροσώπηση, βασικά δικαιώματα στις μειοψηφίες κλπ.). Επιβιώνουν μόνο τα κράτη που συναλλάσσονται μ’ αυτή τη δομή είτε έχουν παραδοσιακά αυταρχική πολιτική κουλτούρα και αναπτύσσουν οικονομικές δραστηριότητες αντίστοιχες στη βιομηχανία (οπλικά συστήματα) και την ενέργεια (Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, Πακιστάν κλπ.). Σε κάθε περίπτωση δημιουργείται αποξένωση (π.χ. απομάκρυνση πολιτών από το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αποχή από εκλογές κλπ.) και τάση για εξεύρεση ατομικών ή κολλεκτιβιστικών λύσεων σε υπερβατικές αναζητήσεις. Έκφραση του τελευταίου αυτού δίπολου είναι η αναπτυσσόμενη ιδιωτική πνευματικότητα από τη μια με τη διάδοση των νέων θρησκειών και η διάδοση των φονταμενταλιστικών θρησκευτικών ρευμάτων από την άλλη. Θα έλεγε κανείς ότι ο Χριστιανισμός έχει κακό ιστορικό στο θέμα του πολιτικού φιλελευθερισμού και της συμμετοχής και δημοκρατίας αφού, όπως έχει υποστηριχθεί, υπήρξε φορέας ετερονομίας και τελικά χειραγώγησης της κοινωνίας από την υπερβατική αυθεντία του Μονοθεϊσμού. Σ’ αυτά πρέπει να αντιπαρατηρήσουμε ότι ο Χριστιανισμός και γενικώτερα η βιβλική σκέψη ιστορικά συνεισέφερε στο πολιτικό γεγονός καταδεικνύοντας το νόημα που έχει η ανθρώπινη ιστορία επειδή τόνισε ιδιαίτερα τη βιβλική προοπτική του ευθύγραμμου χρόνου[5]. Όσον αφορά τα αιτήματα δημοκρατίας και φιλελευθερισμού πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά τον φοβούμενο δάκτυλο ετερονομίας που επιφυλάσσει η έννοια της θείας αποκάλυψης, στον Χριστιανισμό η διατύπωση, ερμηνεία και βίωση αυτής της αποκάλυψης έγινε συνειδητά και νομίμως με τα ανθρώπινα δεδομένα, εκ των οποίων κεντρικώτερα (για τη διατύπωση της θεολογίας αλλά και για την αποκρυστάλλωση των θεσμών) υπήρξαν τα θεωρητικά θεμέλια και τα θεσμικά κεκτημένα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, ο οποίος αναγνωρίζεται από τη νεωτερική σκέψη και ως βάση και για τον  Διαφωτισμό. Άρα η δημοκρατική νομιμοποίηση και η συμμετοχή είναι στοιχεία κεντρικά και για το Χριστιανισμό και το μήνυμά του.

  1. Το πρόβλημα της διάρθρωσης και των αποφάσεων.

Η εμμονή στη μεγέθυνση και η απαξίωση της φτώχειας καθώς και η ολιγαρχική λήψη αποφάσεων οδηγούν στη δυσκολία να βρεθεί μια αυτορρύθμιση στο παγκόσμιο σύστημα που να εξασφαλίζει την πίστη σε βιωσιμότητα (όχι αναγκαστικά τη βιωσιμότητα καθ’ αυτήν). Επισημαίνω ότι η πίστη στο σύστημα ως εμπιστοσύνη στις σχέσεις και στις δομές είναι βασικό στοιχείο ισορροπίας της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, όπως έχει δείξει π.χ. ο γνωστός κατά τα άλλα Anthony Giddens[6]. Η οικονομία δεν μπορεί να μας πει τι πρέπει να παράγουμε, επειδή ακόμα κι οι μακροοικονομικοί δείκτες δεν μπορούν να περικλείσουν την έννοια της πραγματικής προόδου. Σε μια οικογένεια δουλεύουν και οι δύο γονείς για να χτίσουν σπίτια για τα παιδιά τους ώστε να έχουν ένα εφόδιο για το μέλλον τους. Η «επένδυσή» τους δεν τους αφήνει χρόνο ν’ ασχοληθούν μαζί τους, να τα διαπαιδαγωγήσουν και να τους δείξουν αγάπη. Σε μια άλλη δουλεύουν με τους ίδιους ρυθμούς, αλλά επιλέγουν να «επενδύσουν» στον ανθρώπινο παράγοντα και στέλνουν τα παιδιά τους σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, ώστε αυτά να βρουν μετά μια θέση σ’ ένα ξένο Πανεπιστήμιο και μια καλή καριέρα. Ποιος πράττει καλύτερα; Δουλεύουν και οι δύο με παραδοχές που εκείνη τη στιγμή τους φαίνονταν σωστές, αλλά στο μέλλον μπορεί ν’ αποδειχθούν και οι δύο λάθος. Επομένως, χρειάζεται μια στρατηγική λήψης αποφάσεων που να οικοδομεί το μέλλον σχηματίζοντάς το από το παρόν και το παρελθόν μέσα από διαδικασία σχέσεων: η καλύτερη απόφαση είναι αυτή που προκύπτει από την ατμόσφαιρα αγάπης, ασφάλειας, αποδοχής και σεβασμού καθώς οι γονείς ωριμάζουν κι οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά τους μεταγγίζοντας τον εαυτό τους και αναδιαμορφώνοντάς τον στη σχέση μαζί τους. Οποιοδήποτε μέλλον τότε, επιτυχημένο ή αποτυχημένο οικονομικά, δεν θα έχει αποτύχει ουσιαστικά. Επομένως, και για την κοινωνία πρέπει κάθε επένδυση να είναι διαδικασία εσωτερικής ωρίμασης για να έχει νόημα η θυσία. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να αποκατασταθεί η πίστη ως εμπιστοσύνη και γι’ αυτό χρειάζεται η ανάπτυξη μιας σχεσιακής δυναμικής στο εσωτερικό της κοινωνίας. Για το σκοπό αυτό, όμως, πρέπει να επανέλθουν στο προσκήνιο μη αναγώγιμα σε ποσοτικοποίηση μεγέθη, όπως η ελευθερία, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια. Αυτά με τη σειρά τους προϋποθέτουν την ύπαρξη νοήματος σε μια σχέση με κάτι Άλλο εκτός κοινωνίας, που θα κρίνει και θα νοηματοδοτεί αυτά τα μεγέθη. Για να έχουμε πίστη στο σύστημα χρειαζόμαστε πίστη μέσα από σχέση με αυτό το Άλλο.
Δυστυχώς, το πρόβλημα της τοποθέτησης στο προσκήνιο αξιών, μη αναγώγιμων σε κάτι άλλο, δεν μπορεί να λυθεί από τη σημερινή Αριστερά, γιατί αυτή έχει αφαιρέσει το ανθρωπολογικό (και κεντρικό και για τη βιβλική σκέψη) θεμέλιο του Μαρξισμού, την ουμανιστική δηλαδή άποψη, ότι μόνο ο εργαζόμενος άνθρωπος και όχι η μηχανή είναι υποκείμενο δημιουργίας και τελικά υπεραξίας και για την ίδια την οικονομία και αυτό έχει γίνει σαφές μέσα από την ιστορική κατανόηση των παραγωγικών σχέσεων (τοὐλάχιστον στο έργο του πρώιμου Μάρξ). Σ’ αυτή τη λογική ο άνθρωπος ανοίγεται με την εργασία του σε μια σχέση με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Όμως, μετά την εφαρμογή ενός δογματικού «επιστημονικού» (δηλαδή μαθηματικοποιημένου) Σοσιαλισμού, που έγινε επιπλέον σ’ ένα κλίμα κολλεκτιβιστικών υστερικών λύσεων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μαρξισμός διαβλήθηκε ως βαρβαρότητα κολλεκτιβιστική με σοβαρές λανθασμένες παραμέτρους στα εργαλεία ανάλυσής του[7]. Η κοινωνία και η σκέψη της ύστερης νεωτερικότητας, που ακολούθησε την περίοδο εκείνη, ανέδειξε την αδιαμόρφωτη είσοδο της μάζας στο όραμα του νεωτερικού πολιτικού φιλελευθερισμού της αστικής σκέψης. Η αστική σκέψη χάθηκε και θόλωσε μέσα στο αδιαμόρφωτο πλήθος και την εξατομίκευση κατά την αυτοπραγμάτωση του καθενός που κατά συνέπειαν επιβάλλεται[8]. Έτσι δεν φαίνεται ένα πολιτικό υποκείμενο εντός της κοινωνίας που να φέρει εναλλακτικές, μη «ποσοτικές» αρχές προς πραγμάτωση και απομένει μόνο το ξέφρενο, ισοπεδωτικό άρμα της «ελεύθερης αγοράς» με την συνακόλουθη «ποσοτικοποίηση» που είδαμε στην αρχή. Και αφού υποκείμενο δεν υπάρχει, δεν μπορεί να εφαρμόσει και μια ανθρωπολογική σταθερά (που υπάρχει μόνον εφ’ όσον υπάρχει ιστορικό υποκείμενο για να την πραγματοποιήσει). Επομένως, καταφεύγουμε στο εξωκοσμικό, το μη προερχόμενο από ή αναγόμενο σε μια εσωτερική, ενδοκοσμική αλληλουχία ιδεών ή γεγονότων. Μόνον έτσι μπορεί να αποκτήσει νόημα η εμπιστοσύνη και η σχέση. Όμως αυτή η καταφυγή πρέπει να γίνει όχι με μια απόλυτη κατάργηση του λόγου, αλλά με μια αναζήτηση του λόγου. Πρόκειται για μια συνειδητή και λελογισμένη παραδοχή της ετερονομίας, ώστε να διαμορφώσουμε έναν άλλο πόλο απέναντι στην αγορά, ένα άλλο πρόσωπο. Ο μόνος τρόπος, πλέον, να αποκτήσει η Οικονομία ανθρώπινο πρόσωπο είναι να κοιτάξει, να απευθυνθεί σ’ ένα άλλο πρόσωπο, έξω και πέρα απ’ αυτήν. Αυτό το άλλο πρόσωπο πρέπει να είναι όμως κατανοητό ως πρόσωπο και όχι κάτι άμορφο, α-σχημο, απαίσιο, όπως πολλοί φαντάζονται ή φοβούνται τον Λόγο της Αποκάλυψης.





[1] Μια καλή εξοικείωση με την προσέγγιση αυτή βλ. Cl. Geertz, Η ερμηνεία των πολιτισμών (μετάφ. Θ. Παραδέλλης), Αθήνα 2003 (α΄ έκδ. πρωτ. 1973)
[2] Για να μνημονεύσουμε και τη σχετική προβληματική στην παλαιά εργασία του E. Fromm, Να έχεις ή να είσαι; (μετάφ. Ε. Τζελέπογλου), Αθήνα 1978.
[3] Με ενδιαφέροντα τρόπο αναδεικνύει τη διάσταση αυτή η E. Patlagean, Anciènne hagiographie byzantine et histoire sociale, Annales Économies, Sociétés, Civilisations 23 (1968), 106–126.
[4] Την παρατήρηση αυτή έχει τεκμηριώσει αναλυτικά ο J. K. Galbraith, Το νέον βιομηχανικόν κράτος (μετάφ. Κ. Δ. Χατζηαργύρη), Αθήνα 1969.
[5] Υπενθυμίζω δυο βασικές εργασίες στο θέμα αυτό . Ο. Cullman, Χριστὸς και χρόνος - Χρόνος και ιστορία στη ζωή του αρχέγονου Χριστιανισμού, (μετάφ. αρχ. Π. Κουμάντος), Αθήνα 1980 και K. Löwith, Το νόημα της ιστορίας – Η φιλοσοφία της ιστορίας από τις βιβλικές της απαρχές ώς τους Marx και Burkhardt (μετάφ. Μ. Μαρκίδης – Γ. Λυκιαρδόπουλος), Αθήνα 1985.
[6] A. Giddens, Οι συνέπειες της νεοτερικότητας (μετάφ. Γ. Μερτίκας – επιμ. Γ. Λυκιαρδόπουλος), Αθήνα 2001, ιδιαίτ. σ. 101-183.
[7] Βλ. π.χ. τη σημαντική συμβολή του Κ. Παπαϊωάννου, Ο Μαρξισμός σαν ιδεολογία : κρίση του μαρξισμού, γενεαλογία των τάξεων και ιστορικές προοπτικές, Αθήνα 1988.
[8] Περαιτέρω ανάλυση αυτών των φαινομένων βλ. Π. Κονδύλη, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού: από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, Αθήνα 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτριος Ν. Μόσχος, Αναπληρωτής καθηγητής, ΕΚΠΑ