Εισήγηση στα πλαίσια εκδήλωσης στη Θεολογική Σχολή Αθηνών στις 29.11.2012 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύναξη τ. 130, σ. 68-74, όπου μπορεί να βρεθεί σε έντυπη μορφή. Διαβάστε το πλήρες κείμενο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ
Ἡ κυριαρχία τῆς ἀγορᾶς ὡς χώρου ἀπογύμνωσης τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων σέ μιά
καί μόνη ἔσχατη διάσταση, δηλαδή αὐτή τῆς ἀνταλλακτικῆς λειτουργίας μέ σκοπό
τό κέρδος εἶναι σήμερα προφανής (καί ὁπωσδήποτε καί πρωτοφανής) καί ἔχουν
γραφεῖ ἤδη ἀρκετά πράγματα γι’ αὐτήν, ἑπομένως δέν χρειάζεται νά ἐπαναληφθεῖ
ἐδῶ ὅλη αὐτή ἡ συζήτηση. Στό παρόν κείμενο θά ἐπιμείνω περισσότερο σέ δύο
εἰδικές διαστάσεις α) στό πῶς ὄψεις αὐτῆς τῆς κυριαρχίας λυμαίνονται καί τελικά
ἀποδομοῦν τόν δημόσιο χῶρο καί β) πῶς ἐμπλέκεται ἡ χριστιανική θεολογία καί
εἰδικά ἡ ὀρθόδοξη στά ζητήματα αὐτά καί τί θά μποροῦσε ν’ ἀντιπροτείνει.
Α. Ἡ βλάβη τοῦ δημοσίου χώρου
Ὁ πρῶτος καί βασικός παράγοντας ἀποδόμησης τοῦ δημόσιου χώρου εἶναι ἡ
ἴδια αὐτή ἡ διαδικασία ἀναγωγῆς ὅπως τήν ὁρίσαμε στήν ἀρχή, ὁ περιορισμός
δηλαδή ὅλων τῶν νοημάτων σύμπηξης τοῦ πολιτικοῦ γεγονότος πού κινεῖ καί
νοηματοδοτεῖ μέ τή σειρά του τό δημόσιο χῶρο στήν ἀνταλλακτική λειτουργία καί
τό κέρδος. Πρόκειται γιά τήν ἀφετηριακή θέση ὅτι ὁ ὑγιής ἀνταγωνισμός, ἡ
ἀπρόσκοπτη ἀνταλλαγή καί τελικά τό μεγαλύτερο κέρδος ὁρίζει ὁποιαδήποτε ἄλλη
πτυχή κι ἔτσι ἡ ἀγορά διασφαλίζει μιά «ἰσότητα» μέσω τῆς ἰδιοτέλειας «σέ
πληρώνω ἐπειδή πιστεύω ὄτι θά μέ πληρώσεις ἀλλά δέν διακινδυνεύω τήν ἐπιβίωσή
μου καί γι’ αὐτό ἄν χρειαστεῖ θά σέ ἀφήσω νά χρεοκοπήσεις». Ἡ ἁπλή αὐτή ἐξίσωση
εἶναι προφανές ὅτι δέν φθάνει γιά νά ὑποκαταστήσει τό νόημα τῆς γενικώτερης
λειτουργίας τοῦ δημόσιου χώρου. Ὅπως διεξοδικότερα σημειώνει ὁ φίλος θεολόγος
Γιάννης Μπέκος, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ πατρότητα καί τῶν παραπάνω σκέψεων, στό
ἄρθρο του «Ἡ πόλη, ἡ λειτουργία καί ἡ οἰκονομική κρίση»: «Οἱ ἀγορές θέλουν τή
διακυβέρνηση τοῦ κόσμου, ἀγνοώντας τόν κόσμο καί τίς συνθῆκες πού τόν
συγκροτοῦν σέ μιά ὁλότητα. Εἶναι τόσο πλούσιες σέ ἐπιθυμίες, ἀλλά καί τόσο
φτωχές σέ νοήματα, ὥστε κανείς θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἀνήκουν σέ ἕνα
κόσμο πού ἔχει ὁριστικά παρέλθει, σέ ἕνα κόσμο πού προηγεῖται κάθε ἱστορίας»[2]. Σέ
ἄλλο σημεῖο μάλιστα τονίζει ὅτι οἱ ἀγορές «θέλουν νά πιστεύουν ὅτι τίς
χαρακτηρίζει ἕνα εἶδος ἀπροσωπίας, πρωτογονισμοῦ, πρωταρχικότητας, ὥστε νά
λειτουργοῦν προστατευμένες ἀπό κάθε εὐθύνη καί κριτική γιά τήν πορεία τοῦ
κόσμου»[3].
Εἶναι δηλαδή αὐτό πού λέμε ὅτι εἶναι στή φύση τῆς τίγρης νά ἐπιτίθεται,
ἑπομένως, δέν ὑπάρχει εὐθύνη. Ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει σαφής διασύνδεση τῆς θεωρίας
γιά μιά αὐθεντική ἀρχέγονη φυσική τάξη (ὡς ἐπιλογῆς καί ὡς μή ἱστορικοῦ
ὑπεράνθρωπου πεπρωμένου ριζωμένου στό «Αἷμα καί τό Χῶμα») μέ τήν «φυσική
ἐξισορρόπηση» πού προκύπτει ἀπό τόν ἀνταγωνισμό τῆς ἀγορᾶς, ἀναλύθηκε ἀπό μιά
ἰδιαίτερη ἱστορική ὀπτική γωνία (ἀπ’ ὅσο γνωρίζω) ἀπό τόν Herbert Marcuse τό 1934. Ἡ ἰδιαίτερη
ὀπτική ἦταν ὅτι ἐξηγοῦσε μέ αὐτό τόν τρόπο καί τήν ἰδεολογική ὤθηση πού
ἔπαιρναν ἔτσι οἱ ψευδο-ἐπιστημονικές θεωρίες περί φυλετικῆς ἀνωτερότητας στή
Μεσοπολεμική Εὐρώπη καί τελικά τό ἀθέατο νῆμα πού ἕνωνε τόν οἰκονομικό
φιλελευθερισμό μέ τόν ταχύτατα ἐξαπλούμενο Ἐθνικοσοσιαλισμό τότε. Ὁ οἰκονομικός
φιλελευθερισμός εἶχε σέ διάφορες ἱστορικές στιγμές χρησιμοποιήσει τό
ὁλοκληρωτικό κράτος γιά νά προστατεύσει τήν ἰδιοκτησία τοῦ ἀτομικοῦ
ἐπιχειρηματία-καπιταλιστῆ, καί οἱ διάφοροι θεωρητικοί τοῦ «νατουραλιστικοῦ
ἀνορθολογισμοῦ» καί τελικά τῶν φυλετικῶν θεωριῶν ἔβλεπαν τόν παραγωγό ὡς πηγή
πλούτου γιά τό φασιστικό κράτος[4]. Αὐτό
ὡς ὑπόδειξη, νομίζω, καί γιά ὅσους σήμερα πιστεύουν (ἀκόμη) σέ μιά ριζοσπαστική
κοινωνική δράση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί τοῦ Νεοναζισμοῦ.
Ὁ δεύτερος σημαντικός παράγοντας ἀποδόμησης παρατηρεῖται στό ἴδιο τό ἀποτέλεσμα
τῆς κυριαρχίας τῆς ἀγορᾶς πού μέσα ἀπό τόν ἄναρχο ἀνταγωνισμό δημιουργεῖ
συγκεντροποίηση κεφαλαίου. Ἡ συγκέντρωση ἐπιχειρήσεων καί ἡ ὑπερβολική αὔξηση ἰσχύος
τῶν μεγαλύτερων ἀπ’ αὐτές κατά κλάδους τίς φέρνουν σέ θέση νά ἐπηρεάζουν
ἀποφασιστικά τά ἰσχυρά κέντρα πολιτικῶν ἀποφάσεων, μεγάλων κρατῶν ὅπως οἱ ΗΠΑ ἤ
καί ὑπερκρατικῶν σχηματισμῶν ὅπως ἡ ΕΕ. Ὅμως, παραδοσιακά, στίς περισσότερες
ἀναλύσεις, αὐτοῦ πού ὡραία ἀποδίδει ἐννοιολογικά ὁ Ἰμμάνουελ Βαλλερστάιν ὡς
«ἱστορικό καπιταλισμό» τά κράτη ἦταν πάντα ἀρωγοί στή διαδικασία ἐπέκτασης τῶν
ἀγορῶν παγκοσμίως καί μέ διάφορους τρόπους ἐπέβαλλαν τήν κυριαρχία τοῦ
κεφαλαιοκρατικοῦ τρόπου παραγωγῆς[5].
Ἀκόμη καί ἄν τό δοῦμε στό φόντο τῆς ἀμείλικτης ταξικῆς κυριαρχίας (τό κράτος
ὄργανο κυριαρχίας τῆς μίας τάξης πάνω στήν ἄλλη κατά τόν Κ. Μάρξ), ἡ βάση τοῦ
διεθνοῦς οἰκονομικοῦ συστήματος μέχρι τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα
ἦταν οἱ ἐθνικές οἰκονομίες, πού δημιούργησαν ἐκτός ἀπό τό μονοπώλιο τοῦ
κρατικοῦ νομίσματος καί τό πλαίσιο ἐμπιστοσύνης στή λειτουργία ὅλου τοῦ
μηχανισμοῦ ἀνταλλαγῶν, καθώς ὡς γνωστόν ἡ οἰκονομία εἶναι μέγεθος ψυχολογικό.
Ἀποτροπή πολέμων (ἀμυντικά), σταθεροί ὅροι στό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά καί
ἐπιθετικά μέ τήν ἐπικουρία τοῦ ἐθνικοῦ κεφαλαίου στήν ἐπέκτασή του
(ἀποικιοποίηση καί ἰμπεριαλιστική συμπεριφορά) ἦταν πάντα ἡ βάση γιά τή διεθνῆ
οἰκονομική τάξη.
Αὐτό τώρα βρίσκεται σέ πορεία ἐξαφάνισης, καθώς τά κράτη ὡς μοχλοί
οἰκονομικῆς πολιτικῆς χάνουν τή σημασία τους: ἡ ἔκδοση ἐθνικῶν νομισμάτων
ἰδιωτικοποιεῖται μέ τή σύναψη δανείων μέ ἰδιωτικοποιημένες τράπεζες, ἡ ἀρχή τῆς
διακίνησης κεφαλαίων ὑπερβαίνει ἀπό θέση ἀρχῆς τά ἐθνικά σύνορα (ἄρα ὑπέρκειται
τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων). Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά βρισκόμαστε σέ μιά
οἰκονομικοτεχνική (ὄχι ἐδαφική, ὅπως παλαιά) φεουδαρχοποίηση, διότι συγκεκριμένοι
κλάδοι τῆς οἰκονομίας κινοῦνται μέ μιά δική τους (μή) λογική πού ἐπηρεάζεται
ἀπό ἀντίστοιχα ὀλιγοπώλια/ὀλιγοψώνια, π.χ. το σύμπλεγμα ἀεροπορικές
ἑταιρεῖες-ἀεροπορικές βιομηχανίες, πού διαβρώνουν τίς ἐπιμέρους κρατικές δομές
(διαφθορά, διαπλοκή) γιά νά διασφαλίσουν τήν ἰσχύ τους. Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἡ
κλασική οἰκονομική ἐπιστήμη ἔχει χάσει τήν ἐγκυρότητα τῆς κλασικοῦ ἐργαλείου
ἀνάλυσής της (νόμος προσφορᾶς καί ζήτησης) ἤδη ἀπό καιρό, καί χρησιμοποιεῖται
μόνο προσχηματικά γιά νά ἐπεκτείνει τίς σφαῖρες ἐπιρροῆς του κάθε κέντρο
συμφερόντων. Τό ὅτι ὁ νόμος αὐτός εἶχε ξεπερασθεῖ ἀπό καιρό μέ τή δημιουργία
τῆς διαπλοκῆς μέ τό κράτος μέ τή λεγόμενη «τεχνοδομή», εἶχε ἀναλυθεῖ ἀπό τόν John Kenneth Galbraith ὡς μιά νέα μορφή
κράτους[6]. Τό
νέο μᾶλλον εἶναι ὅτι αὐτή ἡ τεχνοδομή ξέφυγε ἀπό τό ἴδιο τό κράτος καί
αὐτονομήθηκε. Τό ἀποκορύφωμα εἶναι τό θράσος τῶν μεγάλων χρηματοπιστωτικῶν
εἰδικά συγκροτημάτων νά ἐκβιάζουν μεγάλα κράτη ἤ καί ὑπερεθνικούς σχηματισμούς
ὅπως τήν ΕΕ, ὅτι θά μειώσουν τή βαθμολόγηση τῶν ὁμολόγων τους ἐπηρεάζοντας τό
ἐπιτόκιο μέ τό ὁποῖο δανείζονται.
Βεβαίως, ὁ δημόσιος χῶρος δέν ταυτίζεται ἀποκλειστικά μέ τά ἐθνικά κράτη
καί τώρα πλέον ἐπεκτείνεται σέ πλανητικά δίκτυα πολιτῶν, ἄλλες «φαντασιακές
κοινότητες» κλπ. Θά μποροῦσε νά ἐνεργήσει καί μιά διεθνοποίηση τῆς ἀπάντησης
στήν διεθνοποιημένη ἀνταλλακτική κερδοσκοπία. Ὅμως, ἐδῶ ὑπάρχει κι ἄλλο ἕνα
χτύπημα στό δημόσιο χῶρο ἀπό τή θεωρία κι αὐτό εἶναι ὁ κατακερματισμός τῶν
μεγάλων ἀφηγήσεων μέσα στό θολό τοπίο τῆς ὕστερης νεωτερικότητας. Τά μεγάλα
δίκτυα καί οἱ πρωτοβουλίες ἀδυνατοῦν ἤ καί ἀρνοῦνται νά ἀκολουθήσουν ἤ καί νά
δημιουργήσουν μιά μεγάλη ἀφήγηση πολιτική ἤ φιλοσοφική ἤ μεταφυσική πού νά
ἀκυρώνει τήν ἰδεολογική ἡγεμονία τῆς ἀγορᾶς ὡς μόνης ὑπαρκτῆς δυνατότητας τοῦ κοινωνεῖν,
μιά ἡγεμονία πού προετοιμάστηκε μεθοδικά μετά τή δεκαετία τοῦ 60 καί
ὁλοκληρώθηκε μέ τό τέλος τοῦ αἰώνα.
Θά ἔλεγε κανείς καί τί πειράζει ἄν ἀντικατασταθοῦν τά κράτη, ἀπό μεγάλες
ἐπιχειρήσεις, τῶν ὁποίων ὁ τζίρος εἶναι ἤδη ὅσο τό ΑΕΠ μεσαίων χωρῶν; Γιατί
πρέπει νά ὑπερασπισθεῖ κανείς τά ἰμπεριαλιστικά μεγαθήρια τῆς ἐποχῆς τῆς
ἀποικιοκρατίας, ἤ τῶν Παγκοσμίων Πολέμων; Ὁ κρατισμός τοῦ Μεσοπολέμου καί ὁ
κρατικός καπιταλισμός τῆς δικτατορίας τοῦ προλεταριάτου ἦταν καλύτερες λύσεις;
Στό δίλημμα αὐτό νομίζω ὅτι πρέπει κανείς νά πάρει τό μέρος τῶν κρατῶν (ὄχι
χωρίς ὅρους, βέβαια, ὅπως θά δοῦμε) γιά δύο λόγους: πρῶτον οἱ ἑταιρεῖες εἶναι
πυραμιδοειδεῖς καί ὀλιγαρχικές στή δομή τους, χωρίς κανένα δημοκρατικό ἔλεγχο
καί νομιμοποίηση (ἔστω καί προσχηματική) ὅπως σ’ ἕνα ἰδεῶδες νεωτερικό κράτος
δικαίου. Ἡ νομιμοποιητική βάση μιᾶς ἑταιρείας εἶναι ἡ μεγιστοποίηση τοῦ κέρδους
τῶν μετόχων της, στό ὁποῖο ὑποτάσσεται τό «κέρδος» τῶν ἐργαζομένων σ’ αὐτήν.
Πρόκειται γιά μιά δομική ἀνισότητα. Ἀντίθετα, σέ μιά ὀργανωμένη κοινότητα
(ἀρχαία πόλη-κράτος, ἔθνος-κράτος κλπ.) τό ἐπιδιωκόμενο εἶναι ἡ εὐημερία καί τό
καλό ὅλων τῶν πολιτῶν (ἀκόμα καί ὡς
προπαγανδιστικός λόγος).
Μέσα στήν ἐξέλιξη τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας ἀπό τόν ἱεροκρατικό χαρακτήρα
τῶν μεγάλων ἀνατολικῶν μοναρχιῶν μέχρι τόν Στωϊκισμό, τή φιλοσοφία τοῦ
ἑλληνορωμαϊκοῦ κατεστημένου, τό ἰδανικό αὐτό ἐξελίχθηκε καί πῆρε μιά θεολογική
καί κοσμική διάσταση. Σύμφωνα μέ τόν Στωϊκισμό ἡ μακρινή ἐξουσία ὡς θεοφανία
καθιστᾶ τούς «πολίτες τοῦ κόσμου» μέλη ἑνός γιγάντιου κοσμικοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ
ἐλευθερία εἶναι περισσότερο ἕνα ἐσωτερικό βίωμα καί ἡ βασικότερη ἐξωτερική
πολιτική ἔκφραση αὐτῆς τῆς κοσμικῆς ἁρμονίας εἶναι ἡ εἰρήνη (ὡς pax romana) καί ἡ συναίνεση ὅλων ὡς κριτήριο ἀληθείας
(consensus omnium). Ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός ἀξιοποίησε
ἀργότερα κεντρικά στοιχεῖα τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς παιδείας. Ἡ ἰσονομία, ἡ ἔννοια
τῆς νομιμότητας μιᾶς ἐξουσίας (ἡ διάκριση μεταξύ βασιλέως καί «τυράννου») ἀκόμα
καί ἡ προέλευση τῆς ἐξουσίας ἀπό τό λαό εἶναι στοιχεῖα τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς
φιλοσοφίας. Ἐπίσης, ὁ Στωικισμός προέβαλε τήν ἔμφυτη ἰσότητα, ἑνότητα καί
ἐσωτερική ἐλευθερία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πάνω σ’ αὐτά οἰκοδόμησε ἡ ἀστική τάξη
τοῦ 17ου καί 18ου αἰώνα τή μεταφεουδαρχική «κοινωνία ἀστῶν».
Ἔτσι, ξεκίνησε μιά διαδικασία μετασχηματισμοῦ πού εἰσήγαγε στοιχεῖα
δημοκρατικοῦ ἐλέγχου, δικαίου κλπ., χωρίς νά παραθεωρεῖ κανείς τά πισωγυρίσματα
καί τίς ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις στή λειτουργία τοῦ σύγχρονου κράτους.
Β. Ὁ ρόλος καί ἡ
εὐθύνη τῆς θεολογίας
Τί σχέση ἔχει μέ ὅλα τά παραπάνω ἡ χριστιανική θεολογία; Ο Χριστιανισμός
συνάντησε αὐτά τά στοιχεῖα πού ἦταν καί βασικά πρόδρομα στοιχεῖα τοῦ
Διαφωτισμοῦ κατά τήν εἴσοδό του στήν ἑλληνορωμαϊκή πολιτιστική σφαῖρα μετά τόν
1ο αἰ. μ. Χ. Ὅμως, κι ἐδῶ εἶναι τό ἐνδιαφέρον, τά στοιχεῖα αὐτά ἦταν
τότε ἐνσωματωμένα σέ μιά θεαματοποιημένη πολιτική τελετουργία πού εἶχε στόχο τή
διάσωση τῆς ρωμαϊκῆς οἰκουμένης ἀπό τή διοικητική, τήν κοινωνική καί τελικά καί
τήν παραγωγική ἀποσάθρωση. «Ἐσωτερικά» ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἐλεύθεροι, ἀλλά
στήν πραγματικότητα δούλοι τοῦ μακρινοῦ αὐτοκράτορα, ὅμοια ὅπως σήμερα στά
μακρινά κέντρα ἀποφάσεων. Ἡ ἰσονομία ἦταν στήν πράξη στό ἔλεος τῶν διασυνδέσεων
μέ τά οἰκονομικά καί κοινωνικά κέντρα ἐξουσίας (πάτρωνες). Μόνο στήν ἔξοδο πρός
ἕνα ἐξωϊστορικό κόσμο γινόταν κανείς εὐτυχισμένος. Λαϊκός πλατωνισμός καί μυστηριακά
θρησκεύματα καταδείκνυαν ὅτι ὁ «ἀληθινός» κόσμος δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι κάπου
«ἐκεῖ» σ’ ἕναν ἄχρονο οὐρανό, ἀπ’ ὅπου ὁ παρών κόσμος ἐξέπεσε καί ὅπου μέ
διαδοχικές καθάρσεις ἤ μέ ἐσωτερική ἀφύπνιση θά μποροῦσε νά ἐπανέλθει. Ὁ
κατακερματισμός αὐτός τοῦ δημοσίου χώρου καί ἡ ἰδιώτευση θυμίζει, βέβαια, τή
σημερινή πραγματικότητα, καί ὑπῆρξαν παλαιότερα πολλοί ἐρευνητές πού πίστευαν
ὅτι αὐτή ἡ ἀποσάθρωση ὁδήγησε στή φεουδαρχία μετά τόν 5ο αἰώνα στή
Δύση (ἄποψη πού δέν ἐπιβεβαιώνεται ἐντελῶς).
Ἡ χριστιανική θεολογία κόμιζε τό
βασικό μήνυμα τῆς βιβλικῆς σκέψης ὅτι ὁ ἀληθινός κόσμος εἶναι αὐτός ἐδῶ καί δέν
ξέπεσε ἀπό πουθενά. Ἔγινε ἀπό μιά αὐθαίρετη πράξη ἑνός αἰτίου ἔξω ἀπ’ αὐτόν,
ἄρα δέν ὑπάρχει ἀναγκαστικά. Ἔχει ἕναν σκοπό κι ἕνα τέλος, ἀλλά μπορεῖ νά γυρίσει,
ἄν θέλει, πρός τήν ἀνυπαρξία κι αὐτή ἡ ἐπιλογή του εἶναι ἔγκυρη καί ἐξαρτᾶται
ἀπό τήν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ «ἀποθεαματοποίηση» αὐτή τοῦ κόσμου
κάνει καί μοναδική τήν ἀνθρώπινη δράση. Δέν ἀντιστρέφεται τό βέλος τοῦ χρόνου,
οὔτε ὑπάρχει «δεύτερη εὐκαιρία» (ἔστω καί ἐπώδυνη, ὅπως μέ μιά μετενσάρκωση). Ἡ
ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου θά κριθεῖ. Κρίση σημαίνει καί εὐθύνη ἐπιλογῶν πού εἶναι
πραγματικές. Μιά ἐπιλογή εἶναι ἡ ἐνεργός καί ὄχι παθητική συνεργασία μέ τόν
ἀποκαλυπτόμενο Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δέν δέχεται σιωπηρά τήν Ἀποκάλυψη ἀλλά πρέπει νά
ἀπαντήσει σ’ αὐτήν. Ὁ λόγος του, ὁ πολιτισμός του, ἡ δράση του γίνονται τμῆμα
τῆς Ἀποκαλύψεως κι αὐτό φαίνεται π.χ. στήν τιμή πρός τήν Βίβλο, πού θεωρεῖται Λόγος
τοῦ Θεοῦ, ὅμως ἐν ταυτώ κατανοεῖται ὡς ἀνθρώπινο δημιούργημα. Στό χριστιανικό
μήνυμα καταφάσκεται καί ἐμπεδώνεται ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ὡς συστατικό στοιχεῖο
τοῦ ἀνθρώπου πού ἀντλεῖται ἀπό τή διαρκῆ σχέση του μέ τό ἐλευθέρως δρῶν αἴτιο
τῆς δημιουργίας του, τόν ἱστορικά ἀποκαλυπτόμενο τριαδικό Θεό, τοῦ Ὁποίου τήν
εἰκόνα φέρει. Τό αὐτεξούσιο εἶναι ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας πού
πρέπει νά ἐπεκταθεῖ καί σέ ἔσχατες μορφές ἐλευθερίας (ἀπό τό θάνατο) καί νά
θεμελιώσει ἔτσι τήν ἰσότητα καί τήν ἀδελφοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Ὁ θάνατος, ὅμως,
δέν εἶναι μόνο φυσικός ἤ συμβολικός, ἀλλά καί κοινωνικός καθώς ἀπειλεῖ τίς
σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐκμετάλλευση καί ἡ φυσική δουλεία, ἡ ἀδικία, ἡ
βία καί ὁ πόλεμος εἶναι ἐκφάνσεις θανάτου πού πισωγυρίζουν τήν κτίση πρός τό
ὑπαρξιακό μηδέν. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά κινητοποιηθεῖ γιά τό σκοπό του κι ὄχι νά
παθητικοποιηθεῖ. Αὐτό φαίνεται στήν ἐξόχως πολιτική πράξη του (σταθμισμένου -
ὄχι ἐνθουσιαστικοῦ, αὐτοκτονικοῦ) μαρτυρίου, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ
Εὐαγγελίου καί στήν ἄσκηση.
Παράδειγμα κατάφασης τῆς πολιτικῆς
δράσης ἐνάντια στό θάνατο εἶναι καί ἡ ἐπιλογή τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» γιά τή δήλωση
τῆς φανέρωσης τοῦ κοινοῦ βιώματος τῶν πιστῶν στή Μεσσιανικότητα καί Θεότητα τοῦ
Ἰησοῦ. Δηλώνεται ἔτσι μιά συνέχεια μέ τό «κοινόν» τῆς ἀρχαιοελληνικῆς πόλεως σ’
ἕνα νέο περιβάλλον πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν πολιτική «θεολογία» τοῦ
Στωικισμοῦ: Ἡ Χριστιανική θεολογία δέν καταδίκασε τήν πολιτική
φιλοσοφία-θεολογία ἀλλά προσπάθησε νά συνδυάσει αὐτόν τόν Στωϊκισμό καί τά
χαρακτηριστικά τῆς ἀρχαίας πόλεως μέ νέο τρόπο (ὡς κεχωρισμένη μερίδα ἁγίων)
καί τήν ἔνταξη στό παγκόσμιο σῶμα, μέ τήν ὡραία ἔκφραση «ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλ’ οὐκ
ἐκ τοῦ κόσμου». Ἀρνήθηκε τή θεοποίηση τῆς ἐξουσίας, ἀλλά προσευχόταν γιά τήν
εἰρήνη καί τήν εὐταξία. Ἐπαναπροσδιόρισε τίς κοινωνικές σχέσεις δίνοντας
ὑπόσταση στόν φτωχό, ἀγράμματο, βάρβαρο ἤ τή γυναίκα διότι ἐν Χριστῷ αὐτοί
εἶναι ἰσότιμοι καί ἀδελφοί. Αὐτό τό ἔκανε πράξη τό μοναστικό κίνημα.
Ἐπαναπροσδιόρισε τήν καινή πόλη ὀργανώνοντας τή φιλανθρωπία γιά τούς
«ἐλλειματικούς» πολίτες (φτωχούς, ἀρρώστους, λεπρούς).
Κράτησε ὅμως, αὐτό πού θά λέγαμε
ἑλληνορωμαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο διότι αὐτή ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (καί ὄχι
τοῦ Δήμου) δέν μεταβλήθηκε σέ μονάδα χαρισματικῆς ὀχλοκρατίας. Ἡ διάκριση
μεταξύ ἐξουσίας καί φορέα της, ἡ ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας ἀλλά καί ἡ ἔννοια τοῦ
κοινοῦ συμφέροντος, τῆς προέλευσης τῆς ἐξουσίας ἀπό τό λαό (lex regia) καί τῆς νομιμότητας κατά τήν ἄσκησή
της («βασιλεία έννομος επιστασία»), ἡ ἔννοια τοῦ δικαίου τιμήματος στίς
συναλλαγές, εἶναι ἐννοιολογική περιουσία τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου πού πέρασε καί
στή χριστιανική ρωμαϊκή πολιτεία, τό λεγόμενο Βυζάντιο ἀργότερα. Τά στοιχεῖα
αὐτά ἔγιναν πράξη καί στό ἐσωτερικό τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας: ἡ Ἐκκλησία
διατύπωσε κανόνες γιά τήν ἴδια της τή λειτουργία, πού ἔγιναν δεσμευτικοί γιά;
τήν ταυτότητά της. Στούς κανόνες αὐτούς (πού δέν εἶναι κἄν ἀποτέλεσμα
ἀποκάλυψης, ὅπως ἀκόμα καί γιά τή νομοθεσία πολλῶν ἀρχαιοελληνικῶν πόλεων
πιστευόταν) παρουσιάζονται οἱ καίριες προϋποθέσεις λειτουργίας ἐπιμέρους θεσμῶν
γιά νά ἀληθεύει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί ἀποκαλοῦνται συνειδητά
«ἱεροί» ἄν καί συντάχθηκαν ἀπό ἀνθρώπους. Ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας σέ θέματα
πρακτικά καί πειθαρχικά, ἡ ἀπαγόρευση τῆς συνωμοσίας, ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ
ἀτομική καί ἐκκλησιαστική περιουσία τῶν λειτουργῶν, ὁ οἰκονομικός ἔλεγχος τῶν ἐπισκόπων
ἀπό εἰδικούς ἐλεγκτές (Οἰκονόμους), ἡ κρίση ἐγκαλουμένου κληρικοῦ ἀπό εὐρύτερο
δικαστικό σῶμα μέ δυνατότητα ἔφεσης (ἔκκλητο), ἕνα εἶδος, δηλαδή, δικονομικῶν ἐγγυήσεων,
κ.ἄ.π. εἶναι ἄλλα παραδείγματα.
Γνωρίζω ὅτι ἡ χριστιανική θεολογία καί ἰδιαίτερα ἡ ὀρθόδοξη κατηγορήθηκε
γιά ἀφασία, ἀπέναντι στή νεωτερική πολιτική λειτουργία κυρίως, γιά πολλούς
λόγους: ἀπέτυχε νά ἀναπτύξει διαδικασίες κριτικῆς καί διαπραγματεύσεων στό ἐσωτερικό
της ἐπειδή κάθε τι διαφορετικό θεωρήθηκε αἵρεση, λόγῳ τῆς ἀγάπης στόν ἐχθρό,
καί τοῦ στόχου τῆς ταπείνωσης καί ἕνωσης μέ τό Θεό ἀνέστειλε τήν ἀνάπτυξη τοῦ
ἀτομικοῦ ἐγώ καί συνακόλουθα τῆς πρωτοβουλίας του (ἐπιχειρηματικότητα, κοινωνία
πολιτῶν), μπέρδεψε τό ἰδανικό μέ
τό ὑπάρχον, τήν «κοινότητα τῶν ἁγίων» μέ ἱστορικά μορφώματα (ἔθνος, σλαβική
φυλή, Ρωμιοσύνη), ὁδηγώντας σέ ἐθνικισμό.
Ὅμως, ἀπό τά παραπάνω πρέπει νά ἔγινε σαφές ὅτι ὁ δημόσιος χῶρος εἶναι
κάτι πού ἡ χριστιανική θεολογία θεώρησε ὄχι μόνο συμβατό ἀλλά καί ἀπαραίτητη
παιδαγωγία γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου καί τή σωτηρία του. Ἡ εὐθύνη της
εἶναι νά καταδείξει στόν ἄνθρωπο τή διεύρυνση τοῦ δημόσιου χώρου, ὥστε
ἐλευθερία νά μήν εἶναι αὐτό πού κυρίως μετά τό 1991 κυριάρχησε, δηλαδή ἡ
ἐλεύθερη ἀγορά, ἀλλά συνολικό θεμελιακό γεγονός ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου -
ἐλευθερία ἀπό τό θάνατο. Ἐπίσης, τό κέρδος καί ἡ economical correctness δέν
μπορεῖ νά νοηματοδοτοῦν ἀποκλειστικά τόν κοινό βίο, διότι ἀποτελεῖ ἱστορική
ἐναλλακτική πρόταση καί ἡ ἱερή φτώχεια μέσα ἀπό τήν ἄσκηση. Ὅλ’ αὐτά εἶναι
εὐθύνη τῆς θεολογίας νά τά κομίσει σ’ ἕνα διάλογο γιά τό μέλλον τῆς βιόσφαιρας
σήμερα σ’ αὐτό τό κρίσιμο σταυροδρόμι γιά τόν κόσμο ἀλλά καί γιά τήν πατρίδα
μας.
[1] Ἐλαφρά ἐπεξεργασμένη εἰσήγηση πού ἔγινε σέ δημόσια
συζήτηση πού ὀργανώθηκε στίς
29/11/2012, στή Θεολογική Σχολή Παν/μίου Ἀθηνῶν ἐπί κοσμητείας καθηγητοῦ κ.
Μάριου Μπέγζου, μέ θέμα «Ἡ κυριαρχία τῆς ἀγορᾶς στό δημόσιο χῶρο καί ἡ εὐθύνη
τῆς θεολογίας» μέ συμμετέχοντες, ἐκτός ἀπό τόν γράφοντα, τούς Βασίλη Καραποστόλη,
καθηγητή Πολιτισμοῦ καί Ἐπικοινωνίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀπόστολο Νικολαΐδη,
καθηγητή Κοινωνιολογίας τῆς Θρησκείας καί Κοινωνικῆς Ἠθικῆς Πανεπιστημίου
Ἀθηνῶν καί Νίκο Ξυδάκη, δημοσιογράφο.
[2] Γ. Μπέκου, Ἡ πόλη, ἡ λειτουργία καί ἡ οἰκονομική
κρίση, Θεολογία 83/2, 2012, σ. 110.
[3] ὅ.π., σ. 108.
[4] Χ. Μαρκούζε, Ἡ πάλη ἐνάντια στόν Φιλελευθερισμό στήν
ὁλοκληρωτική ἀντίληψη γιά τό κράτος, στόν τόμο Χ. Μαρκούζε, Ἀρνήσεις (μετάφ. Ζ.
Σαρίκας), Ἀθήνα 1983, σ. 19-57.
[5] Γιά τήν ἀκρίβεια τήν «ἄνιση ἀνταλλαγή», ἕνας τρόπος
πού ὅπως λέει ὁ ἴδιος συγγραφέας «εἶχε πάντα μιά κατεύθυνση: τή μεταφορά
πλεονάσματος ἀπό τήν περιφέρεια τῶν ἡμι-ἐνταγμένων στήν ἀγορά παραγωγικῶν
μηχανισμῶν πρός τό κέντρο, ὅπου τό κεφάλαιο συσσωρευόταν καί δημιουργοῦσε ἕνα
φαῦλο κύκλο, περισσότερος τεχνολογικός ἐκσυγχρονισμός καί περισσότερη
πολιτικοστρατιωτική ἰσχύς τοῦ κέντρου ὁδηγοῦσε σέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἀπομύζηση
πλεονάσματος ἀπό τήν περιφέρεια κ.ο.κ. Ἰ. Βάλλερσταιν, Ἱστορικός Καπιταλισμός
(μετάφ. Μ. Τσικρικά), Ἀθήνα 1987, 36-39.
[6] J. K. Galbraith, Τό
νέον βιομηχανικόν κράτος (ἐπιμ. Κ. Χατζηαργύρη), Ἀθήνα 1969 (α΄ ἔκδ. στό
πρωτότυπο 1967).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου