Δημήτριος Μόσχος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Dimitrios Moschos, Professor, National and Kapodistrian University of Athens

Πλατωνισμός ή Χριστιανισμός;



Πλατωνισμός ἤ Χριστιανισμός; -Οἱ φιλοσοφικές προϋποθέσεις τοῦ Ἀντιησυχασμοῦ τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ (1293-1361), Ἀθήνα 1998, ἐκδ. Παρουσία.
           
 Ἡ ἐργασία αὐτή ξεκίνησε ἀπό τό βασικό πρόβλημα τῶν αἰτίων τῆς ἀνάμειξης τοῦ δια­­πρε­ποῦς ἱστορικοῦ, φιλοσόφου, ἀστρονόμου, ρήτορα καί θεολόγου Νικηφόρου Γρηγορᾶ (1293-1361) στή λεγόμενη ἡσυχαστική ἔριδα (1336-1368) μέ τό μέρος τῶν ἀντιησυχαστῶν καί ἐναντίον τοῦ διαπρεπέστερου θεολόγου τοῦ Ἡσυχασμοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ (1296-1357).
            Ἡ πραγμάτευση ἀκολουθεῖ στό πρῶτο μισό μέθοδο καθαρά ἱστορική, ἐνῶ στό δεύτερο ἱστορική καί συστηματική καθώς ἀναλύεται ἡ σκέψη τοῦ ἐν λόγῳ συγγραφέα. Στό α΄ μέρος τῆς ἐργασίας γίνεται μελέτη τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν τῆς στάσης τοῦ Γρηγορᾶ καί στίς τρεῖς φάσεις τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδας: τόσο κατά τό 1336-1341, ὅ­που ἀντίπαλος τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐμφανιζόταν ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός (ἀντίπαλος καί τοῦ ἴδιου τοῦ Γρηγορᾶ σέ φιλοσοφικά καί ἐπιστημονικά ζητήματα), ὅσο καί κατά τά ἔ­τη 1341-1347, ἔτη ἐμφυλίου πολέμου μέ ἀρχηγό στό ἀντιησυχαστικό στρατόπεδο τόν Γρη­γόριο Ἀκίνδυνο, ὅσο καί κατά τά ἔτη 1347-1351 ὁπότε πρωτοστάτησε ὁ ἴδιος ὁ Γρη­γο­ρᾶς. Σ' ὅλο αὐτό τό διάστημα οἱ ἀντιησυχαστές λειτουργοῦσαν ὡς μιά πα­ρα­δο­σι­ο­κρα­τι­κή ὁμάδα ἀρχιερέων πού ἀπέτρεπαν κάθε ἀ­μφι­σβήτηση πού προερχόταν ἀπό μή ἐπισκόπους, χωρίς νά ἐνδιαφέρονται γιά τή γνήσια ἐπί­λυση τῶν θεολογικῶν ζητημάτων.
            Στό β΄ μέρος τῆς ἐργασίας, ἀναλύονται οἱ φιλοσοφικές ἀ­πό­ψεις τοῦ Γρηγορᾶ μέσα στή βασική προβληματική τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφικῆς σκέψης (κό­σμος καί ὄν, τό πρόβλημα τῆς γνώσης). Διαπιστώνεται ὅτι ὁ Γρηγορᾶς ἀποτελεῖ συ­νέ­χει­α τοῦ ἐπιστημολογικοῦ καί φιλοσοφικοῦ «παραδείγματος» τῆς ἐποχῆς του, πού συ­νί­στα­ται ἀφ' ἑνός στήν ὑπέρβαση τοῦ ἀριστοτελείου ποιοτικοῦ μοντέλου ἑρμηνείας τοῦ κό­σμου ἀπό τό πλατωνικό-μαθηματικό μοντέλο (διαμάχη Πλατωνικῶν-ἀριστοτελικῶν) πού ἦταν πιό σύμ­φωνο μέ τή μεγάλη στροφή πρός τήν Ἀστρονομία κατά τήν ὑστε­ρο­βυζαντινή περίοδο, καί ἀφ' ἑτέρου στήν ἀναζήτηση στόν πλατωνικό νοῦ καί τήν νεο­πλα­τω­νική γνώση νέες προ­σβά­σεις πρός τήν πραγματική γνώση. Ὁ Γρηγορᾶς ἑρμηνεύει τόν κόσμο ὡς ἀντίτυπο ἑνός ἀρχετύπου πού συνεχίζει νά ἀ­να­πα­ρά­γε­ται μέ εἴδωλα μέσα ἀπό μηχανικές διαδικασίες. Πρόσβαση στό αἰώνιο ἀρχέτυπο δίνουν οἱ μα­θη­ματικές ἐπιστῆμες καί ἡ μελέτη τῆς τάξης τοῦ οὐρανίου κόσμου, ὁ ὁποίος δια­περνᾶται ἀ­πό τούς λεγόμενους «λόγους τῆς προνοίας».
            Στό θεολογικό του ἔργο ἀκολουθεῖ τή συλλογιστική αὐτή καί ἀ­να­δει­κνύει τίς θεολογικές της ἐπιπτώσεις, οἱ ὁποῖες διερευνῶνται στό γ΄ μέρος τῆς ἐργασίας. Ἐκεῖ ὁ Γρηγορᾶς ὑποστηρίζει ὅτι ὅλη ἡ αἰσθητή πραγματικότητα (ὁράματα, θαύματα, ἀποκάλυψη) μέ ἀποκορύφωμα τήν Ἐνανθρώπηση καί Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καθώς καί τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα καί ἡ διατύπωση τῆς ἀποκάλυψης, εἶναι αἰσθητά σημεῖα («σύμβολα») ἐφάμιλλα τῶν «λόγων τῶν ὄντων» μέσα ἀπό τά ὁποῖα χειραγωγεῖται ὁ νοῦς στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του στόν ὁποῖο ἐνυπάρχει ὁ εἰκονισμός τοῦ Ἑνός (Θεοῦ, μέ νεοπλατωνικό ἔνδυμα). Στό θέμα τῆς σχέσης Θεοῦ καί κόσμου ὁ Γρηγορᾶς ἐκκινᾶ ἀπό τήν προσπάθεια νά παραμείνει ἀλώβητη ὄχι ἡ ριζική διαφορά μεταξύ κτι­στοῦ-ἀκτίστου, ἀλλά ἡ ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή σχέση μέ τόν κόσμο, ἕνα πρόβλημα πού ἔχει νά κάνει μέ τόν οὐσιοκρατικό μονισμό τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ καί ὄχι μέ τήν βι­βλι­κή σκέψη. Ἔτσι ὁ Γρηγορᾶς γιά νά λύσει τό νεοπλατωνικό αὐτό πρόβλημα ἐπιλέγει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τήν Τριαδολογία καί προκρίνει τίς λύσεις τοῦ προηγουμένου ἀν­τι­η­συ­χαστῆ Γρηγορίου Ἀ­κινδύνου, θεωρώντας ὅτι οἱ μόνες πραγματικές «Ἐνέργειες» τοῦ Θε­οῦ εἶναι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνέχουν καί σοβαρώτατες ἐπιπτώσεις στήν ἀν­τί­λη­ψη περί σωτηρίας, ἐκκλησίας καί στίς σχέσεις Θεοῦ καί ἱστορίας, διότι ἡ προ­βλη­ματική σχέ­ση Θεοῦ καί κόσμου ὁδηγεῖ σέ μιά ἄρνηση τῆς δυνατότητας θεώσεως τοῦ ἀν­θρώπου (ὁ ὁ­ποίος ἀρκεῖται στή γνώση τῶν συμβόλων), ἐνῶ καί ἡ μετοχή στήν πα­ρου­σία τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος εἶναι ἠθική περισσότερο παρά οὐσιαστική. Ἔτσι καί ἡ ἱ­στο­ρι­κή δράση τῆς Ἐκκλησίας σχετικοποιεῖται, ἡ ἀντίληψη γιά τή σχέση Θεοῦ καί κό­σμου δέν φωτίζεται ἀπό τήν ἐσχατολογική ἀναμονή τῆς πλήρους βιώσεως τῆς δράσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό ρομαντική ἀναβίωση ἑνός ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ παρελθόντος, στό ὁποῖο ἰδιαίτερη θέση ἐπιφυλάσσεται γιά τούς ἐκλεκτούς-πε­παι­δευ­μένους. Ὅλα τά παραπάνω προοιωνίζουν τήν ἀριστοκρατική καί μυστικιστική φιλοσοφία καί στά­ση ζωῆς τῶν διανοουμένων πού ἀργότερα θά κατέφευγαν στήν Ἰταλία καί θά συ­νέ­βαλ­λαν στήν Ἀναγέννηση καί λιγότερο τή θεολογία τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ στήν Ἀνατολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτριος Ν. Μόσχος, Αναπληρωτής καθηγητής, ΕΚΠΑ